Με αφορμή τα σημερινά γενέθλια (31 Μαΐου 1930) του μεγάλου ηθοποιού και σκηνοθέτη Κλιντ Ήστγουντ, αναδημοσιεύουμε από το αρχείο του Ελεύθερου Κόσμου ένα άρθρο του συνεργάτη μας Γιώργου Πισσαλίδη: «Το ενδιαφέρον μας στρέφεται στο Gran Torino του Κλιντ Ήστγουντ, που παρόλη την «αντιρατσιστική» του φήμη που το ακολουθεί, είναι μια πολιτικά μη-ορθή ταινία, που αγνοήθηκε στα 81α Όσκαρ. Πρόκειται για την τελευταία ταινία του Ήστγουντ ως ηθοποιού και δείχνει με τον καλύτερο τρόπο την παρακμή της αμερικάνικης επαρχίας εξαιτίας του κλεισίματος των αμερικάνικων βιομηχανιών, της αθρόας εισροής μεταναστών και της κυριαρχίας αλλοδαπών συμμοριών. Ο Ήστγουντ υποδύεται τον Γουώλτ Κοβάλσκι, έναν Πολωνικής καταγωγής Αμερικάνο ρατσιστή συνταξιούχο εργάτη της Ford με ψυχικά τραύματα από τον πόλεμο της Κορέας, όπου είχε πολεμήσει. Η ταινία ξεκινά με τον Κοβάλσκι να κηδεύει την αγαπημένη του γυναίκα. Όταν η νεαρή εγγονή του έλθει στην κηδεία με τον ομφαλό της με piercing και σε δημοσία θέα δικαιολογημένα θα δυσανασχετήσει και θα το θεωρήσει ως προσβολή στην νεκρή. Γενικά ο Κοβάλσκι αντιτίθεται στις ρηχές υλιστικές αξίες της οικογένειας του «γιάπη» γιου του που δεν βλέπει την ώρα να τον στείλει στο γηροκομείο ή να τον κληρονομήσει. Επίσης δυσανασχετεί με την δημογραφική αλλαγή της γειτονιάς και πετάει ρατσιστικά σχόλια με ρυθμό πολυβόλου στους μετανάστες γείτονες τους. Έξω από το σπίτι του Κοβάλσκι κυματίζει πάντα τη αμερικάνικη σημαία και μοιάζει να είναι ο μόνος εναπομείνας αμερικάνος στην γειτονιά. Ενώ προσβάλει συνέχεια τον Ιρλανδό καθολικό ιερέα πατέρα Γιάνοβιτς (Κρίστοφερ Κάρλεϋ) που έχει υποσχεθεί στην αποθανούσα γυναίκα του Κοβάλσκι να τον φέρει στην εξομολόγηση, πράγμα που θα του ελαφρύνει την ψυχή και θα του αλλάξει την ζωή. Μια ζωή μοναχικού ατόμου, όπου η μόνη του παρέα είναι η σκύλα του η Ντέζυ. Αυτό όμως που δεν καταφέρνει ο ιερέας, θα το καταφέρει η οικογένεια του νεαρού Χμονγκ γείτονα του Τάο, όταν του ζητήσει να τον πάρει για μια εβδομάδα στην εκδούλεψη του, όταν ο τελευταίος θα προσπαθήσει να κλέψει το μεγάλο έπαθλο του, ένα Gran Torino του ’72, και εκείνος δεν θα τον καταγγέλλει στην Αστυνομία. Ο Τάο θα προσπαθήσει να τον κλέψει πιεσμένος από την συμμορία του ξάδελφου του και αυτό θα τον κάνει να δεχτεί τη πρόταση των γειτόνων του. Πρώτα όμως θα σώσει την ετοιμόγλωσση και χυμώδη αδελφή του Τάο, την Σου, από μια συμμορία μαύρων και θα του δοθεί μια ευκαιρία να γνωρίσει τους γείτονες του από κοντά. Πολλοί κριτικοί έγραψαν ότι το Gran Torino είναι μία αντιρατσιστική ταινία, βασίζοντας την άποψη τους τόσο στην αλλαγή του στην στάση του στην διάρκεια ενός παραδοσιακού γεύματος των γειτόνων, όσο και τον μονόλογο του: «Έχω περισσότερα κοινά με αυτούς τους κιτρινιάρηδες, παρά με την αντιπαθητική μου οικογένεια».Είναι όμως έτσι; Εμείς πιστεύουμε ότι όντως αλλάζει στάση, αλλά το βασικό στην ταινία είναι ότι οι Χμονγκ γείτονες του διατηρούν με θρησκευτική ευλάβεια τις παραδοσιακές αξίες τις οποίες έχει αρνηθεί η λευκή οικογένεια του γιου του. Έτσι θα υπάρξει μια απροσδόκητη και ανορθόδοξη συμμαχία ανάμεσα στους οπαδούς των παραδοσιακών αξιών ενάντια στην σύγχρονη παρακμή. Όταν δε αναλαμβάνει να υπάρξει πρότυπο για τον νεαρό Τόαντ, το πρότυπο που του μεταδίδει είναι αυτό του παραδοσιακού, υπερσυντηρητικού Αμερικανού και όχι του «προοδευτικού» θολοκουλτουριάρη των πόλεων. Ενώ οι σκηνές που οι Χμονγκ του φέρνουν φαγητά ως δώρα παραπέμπουν στην «Μια Υπέροχη Ζωή» (1946) του Κάπρα, από μια πιο ευτυχισμένη για τις παραδοσιακές αξίες εποχή. Επίσης πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι οι Χμονγκ δεν είναι οποιοδήποτε μετανάστες. Υπήρξαν οι σύμμαχοι των Αμερικανών στον πόλεμο του Βιετνάμ και που η κομμουνιστική κυβέρνηση του Λάος εφάρμοσε πολιτική γενοκτονίας εναντίον τους. Έτσι βρεθήκαν στην πάλαι ποτέ σύμμαχο χώρα. Ο Κοβάλσκι νοιώθει ότι αυτά που πέρασε στην Κορέα τα περνούν τώρα οι Χμονγκ. Από την άλλη συνεχίζει τα ρατσιστικά σχόλια απέναντι στις συμμορίες. Με άλλα λόγια ένα έγκλημα του κομμουνισμού γίνεται η πραγματική απαρχή της ταινίας σε μία αμερικάνικη ταινία του κυρίως ρεύματος. Ενώ η μη-ορθότητα υποβόσκει στο Gran Torino δοσμένη με έναν πονηρό τρόπο από τον διάσημο σκηνοθέτη, έτσι που κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει ως ρατσιστή. Ένα χαρακτηριστικό του Κοβάλσκι που λατρεύουμε είναι ότι τα βάζει με τις συμμορίες όταν κανείς άλλος δεν τολμά. Δεν έχουμε ένα δεύτερο «Επιθεωρητή Κάλλαχαν», αλλά ο Κοβάλσκι φέρεται πολλές φορές σαν survivalist παίρνοντας τον νόμο στα χέρια του, κάνοντας τον ιερέα να του θυμίζει ότι δεν βρίσκεται στην Κορέα, αλλά υπάρχει αστυνομία που αναλαμβάνει τέτοιες περιπτώσεις. Όταν όμως η κατάσταση με την συμμορία του εξάδελφου του Τάο φτάσει στα άκρα κάνοντας ακόμα και τον ιερέα να θέλει να εκδικηθεί, ο Κοβάλσκι θα διδάξει σε όλους την μη-βία και την θυσία για την σωτηρία των άλλων. Θα επαναφέρει έτσι το βασικό θέμα των «Ασυγχώρητων», όπου απέρριπτε την βία στην οποία έστησε μεγάλο μέρος της καριέρας του. Το καλύτερο μέρος είναι ότι πριν την τελική σύγκρουση με την συμμορία σαν παλιός Σπαρτιάτης ή Ιάπωνας σαμουράι περιποιείται τον εαυτό του, παραγγέλνοντας βαθύ ξύρισμα στον φίλο του κουρέα και καινούργιο κουστούμι στον ράφτη του. Επίσης το υποκατάστατο της οικογένειας που υπήρχε με την Μάτζι (Χίλαρυ Σουάνγκ) στο Million Dollar Baby, υπάρχει και με τον Τάο στο Gran Torino. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι ο Ήσγουντ είναι απαισιόδοξος για τον ρόλο της παλιάς οικογένειας και ότι οι οικογενειακές σχέσεις δεν είναι δεδομένες. Τέλος η αρχική σύγκρουση του με τον ιερέα θυμίζει την libertarian φιλοσοφία του σκηνοθέτη που υπήρχε και στο Million Dollar baby, όπου δεν δεχόταν συμβουλές για μεταφυσικά θέματα. Μόνο που τώρα στην ύστατη στιγμή θα επικαλεστεί την Παναγία αναφωνώντας «Κεχαριτωμένη Μαρία». Ενώ η γενική στάση του διδάσκει τον πραγματικό Χριστιανικό τρόπο ζωής στον ιερέα. Θα πρέπει να πούμε ότι ο Κοβάλσκι δίνει την λύση που δίνει όχι γιατί αλλάζει, αλλά ακριβώς γιατί παραμένει παλιομοδίτης. Έτσι ο Κλιντ Ήστγουντ εξυμνεί ένα πολιτικά μη-ορθό ήρωα, πράγμα που του στοίχισε ένα Όσκαρ σε μια χρονιά που όλα τα Όσκαρ πήγαν σε πολιτικώς ορθές ταινίες. Γιατί ο λόγος που το Slumdog Millionaire πήρε τόσα Όσκαρ είναι γιατί εκπροσωπούσε την πολυπολιτισμικότητα και τις ενοχές των Άγγλων απέναντι στους Ινδούς. Το Milk γιατί εξυμνούσε την ομοφυλοφιλία. Ενώ το «Σφραγισμένα Χείλη» μιλούσε ακόμα μια φορά για το Ολοκαύτωμα. Έτσι ο παλιομοδίτης Κοβάλσκι δεν κολλούσε πουθενά. Υπ’ όψιν ότι το Gran Torino φιγουράρει στην λίστα με τις 25 καλύτερες δεξιές (ή υπέρ των παραδοσιακών αξιών) των τελευταίων 25 χρόνων του περιοδικού National Review, της δεξαμενής πολιτικής σκέψης του Ρεπουμπλικανικού κόμματος που κυκλοφόρησε στις 27 Φεβρουαρίου. Όσο για μας χαιρόμαστε που μια κορυφαία ταινία παραδοσιακών αξιών δεν βραβεύθηκε από το πολιτικά ορθό και εθνομηδενιστικό Χόλλυγουντ»
elkosmos.gr