Όχι….όχι ένας ζωντανός εφιάλτης…..
Ο ήχος του αεροπλάνου, που ποτέ δεν δημιούργησε φόβο, αλλά μία θλίψη, μια άρνηση….
Άλλα χρόνια….
Κι εκείνη τη στιγμή, με τα μαχητικά να αποδίδουν τιμές, η φωνή του Ανδρέα: «Αυτά έπρεπε να μας τα στείλετε τότε….. τώρα είναι αργά…..»
Κι εγώ χαμένη στο τότε…..
Μακάρι να μπορούσα να προσδιορίσω το τότε….
Πότε ξεκίνησαν, τι ξεκίνησε, τη φλόγα, τη φωτιά, την έκρηξη, τα δάκρυα, τη σιωπή και μετά και άλλα δάκρυα… τη φωνή του Ζαφειρίου «τα παιδιά… τα παιδιά είναι εδώ»…. και μετά ένα άλλο αεροπλάνο από την Κοζάνη με εκείνον σε ένα κλειστό φέρετρο και σημαίες …και άλλα δάκρυα….
Το τότε…. Η μητέρα στο τηλέφωνο και η Λένα δίπλα της – όπως ήταν και τώρα – και η κατά λάθος γνώση του «μυστικού» : Πάτε Κύπρο απόψε…..
Η μητέρα δεν μίλησε, έκλεισε το τηλέφωνο κι έκατσε. Την κοιτούσαμε στο στόμα, να μας πει. Είπε πως έκλεισε το τηλέφωνο, χωρίς να μιλήσει στον Άγγελό της – κι έλεγε τη μισή αλήθεια. Την άλλη μισή δεν την ξεστόμισε…
Ακούσαμε αυτοκίνητα – ρέο – να περνούν και αυτοί να τραγουδάνε…. Ένας χαμός… ένα πανηγύρι…. «Πότε θα κάνει ξαστεριά»…. Κι εκείνοι βροντοφώναζαν κι εμείς τους κοιτούσαμε σαν χαμένες… Πού πάνε??? Γιατί τόσος ενθουσιασμός???Το τζιπ σταμάτησε έξω από την πόρτα, κι εκείνος – θεόρατος μου φάνηκε – με την ωραία στολή, κατέβηκε να μας χαιρετίσει…να μας φιλήσει, πήγαιναν στο Τυμπάκι, είπε, στο χώρο διασποράς και να μην ανησυχούσαμε για τίποτα, γιατί σε λίγες μέρες όλα θα ήταν όπως πριν….θα γύριζαν…..
Δεν ήθελα να φύγει…τον έβλεπα σαν τον γίγαντα προστάτη μας, κι εκείνος μας έσφιγγε στην αγκαλιά του και έφευγε…και κάτι δεν πήγαινε καλά… Δεν μας κοιτούσε στα μάτια…
Εκείνη του είπε πως τα ήξερε όλα. Να μην της λέει ψέματα, είχε ακούσει τα πάντα….
Κρεμάστηκα στο πόδι του και ούτε που με έβλεπε πια. Σκλήρυνε το βλέμμα, σφίχτηκε ολόκληρος…. «Ναι», της είπε. «Κύπρο πάμε. Αν μιλήσεις όμως, θα βρω ένα τρόπο και θα σε στοιχειώσω… Δεν ξέρεις τίποτα και έτσι θα συνεχίσεις. Για το καλό όλων μας. Ακούς?».
Μόνο που είχα ακούσει κι εγώ…. Δεν το κατάλαβε… του το ομολόγησα πολύ αργότερα, όταν του πρωτομίλησα κι έμαθα ότι ζούσε…
Γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα…
Κανείς δεν ήξερε για κανέναν….
Και η δεύτερη πράξη, η τραγική ειρωνεία, ο δικός του θάνατος, τις ίδιες περίπου ημερομηνίες, χρόνια μετά, και η μεταφορά του με ίδιο αεροπλάνο….
Δεν υπήρχαν πια Noratlas… Ταξίδεψε μόνος του, χωρίς τα κομμάντο του, φορώντας όμως τη δική του στολή, που είχε πάντα μαζί του. Δεν ήξερα πως είχε πάντα μαζί του αυτή τη στολή…. Την είδα, την τελευταία φορά που τον κοίταξα, ρίχνοντάς του ένα λουλούδι…
Για πότε να κλάψω;
Για το τότε, για το πριν, για το τώρα;
Για κείνον, για κείνους, για όλους μας;
Για κείνους που έφυγαν, για μας που μείναμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου