Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Η Ιστορία πίσω από την εξέλιξη του πιστολιού


ΑΠΟ ΤΟ 13ο ΑΙΩΝΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ

Γράφει ο Λάμπρος Δημητρέλος

Το πιστόλι έπαιξε έναν πολύ κρίσιμο και καθοριστικό ρόλο στην ανθρώπινη Ιστορία. Υπηρέτησε άλλους ανθρώπους ως ήρωες, αλλά και διευκόλυνε άλλους σαν κακοποιούς. Το να το μεταφέρει κανείς έγινε ηθική ευθύνη, ενώ για να κατανοήσει κάποιος την ύπαρξή του, πρέπει πρώτα να κατανοήσει την Ιστορία. Είναι ένα εξάρτημα για το πεδίο της μάχης του στρατιωτικού και παραμένει πιστός συνεργάτης του Αστυνομικού για την αντιμετώπιση των απειλών του «δρόμου». Εύκολο να το χρησιμοποιήσει κανείς, μικρό, ευέλικτο, αξιόπιστο και θανατηφόρο. Ο κόσμος έχει χάσει τυρράνους και ήρωες από αυτό το θαύμα της τεχνολογίας. Σήμερα, οι κατασκευαστές χρησιμοποιούν ηλεκτρονικούς υπολογιστές για να ισορροπήσουν μεταξύ της δύναμης θανάτωσης και της ασφάλειας, στη λειτουργία των ημιαυτόματων/αυτόματων πιστολιών.  Δεν ήταν πάντοτε έτσι όμως…

Από την αυγή του 20ου αιώνα, τα πιστόλια έχουν εξελιχθεί για να ανταποκριθούν στην ανάγκη για δύναμη πυρός και τακτική υπεροχή. Παρόλο που η θέση τους στην Ιστορία είναι σύντομη – μόνο λίγο πάνω από 100 χρόνια-, τα πυροβόλα όπλα χειρός, με τη γενική έννοια του όρου, βρίσκονταν σε παραγωγή από τα τέλη του 13ου αιώνα. Ήταν όμως αναξιόπιστα και έριχναν μόνο μία βολή κάθε φορά. Το όνειρο των ανθρώπων ήταν να υπάρξει ένα επαναληπτικό όπλο χειρός. Κάτι μικρό, που θα πυροβολούσε πάνω από μία φορά, καθώς στα πεδία της μάχης όταν ξόδευαν αυτή τη μία σφαίρα, οι μαχητές ήταν εκτεθειμένοι στην επίθεση των αντιπάλων τους. Στην Ευρώπη, οι πρώτες απόπειρες των οπλουργών να φτιάξουν παράλληλες κάννες που θα δέχονταν μία σφαίρα η καθεμία, έγιναν τον 14ο αιώνα. Τα όπλα αυτά στηρίζονταν σε εξαιρετικά ευαίσθητους μηχανισμούς με πυρίτιδα και ένα στρογγυλό κλειδί, δίκην ωστηρίου σκανδάλης που πυροδοτούσε τη «σφαίρα». Η έννοιες «φυσίγγιο» και «γεμιστήρας» δεν υπήρχαν ακόμη. Το 1848 έγινε η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας όπλου χειρός με κάποιου τύπου «αυτόματη» λειτουργία. Η επιταγή αυτή προήλθε από τους πολίτες και ειδικά τους ταξιδιώτες που ήθελαν ένα όπλο για άμυνα, ικανό να μεταφέρεται εύκολα σε μια τσέπη τους. Τη δεκαετία του 1850, η εταιρεία Derringer προώθησε με επιτυχία ένα μικρό όπλο με περισσότερες από μία κάννες.
Το «δίκαννο» Derringer του 1850.
Tο πραγματικό πρώτο «αυτόματο» όπλο χειρός όμως ήταν ένα πρωτόγονο περίστροφο ονόματι «The Pepperbox». Ουσιαστικά, είχε 6 κάννες προγεμισμένες με μία «σφαίρα» έκαστη, έτοιμες για πυροβολισμό. Το μέγεθός του ήταν τόσο, ώστε μπορούσε να μεταφερθεί από έναν κύριο στην τσέπη του παλτού του. Παρά τον αυτοματισμό που προσέφερε, για να ρίξει κανείς με το pepperbox, έπρεπε να τραβήξει πίσω μερικές φορές τη σφύρα, ενώ οι πολλές κάννες καθιστούσαν το όπλο αυτό πολύ βαρύ και εξαιρετικά δύσκολο στη σκόπευση.
Το εξάσφαιρο Pepperbox προσέφερε δύναμη πυρός, αλλά ήταν δύσχρηστο .
Τα γνωστά σε όλους μας εξάσφαιρα περίστροφα, εξελίχθηκαν αργότερα από κάποιους κατασκευαστές όπλων όπως οι COLT και SMITH & WESSON. Ήταν ελαφρύτερα και ανθεκτικότερα. Είχαν 6 σφαίρες σε 6 θαλάμες, οι οποίες περιστρέφονταν μέσω ειδικού μηχανισμού σκανδάλης πίσω από μία μοναδική κάννη (βυκίο). Από τα μέσα του 19ου αιώνα, το περίστροφο υιοθετήθηκε για στρατιωτική χρήση σε όλον τον κόσμο, ενώ την πιο θερμή υποδοχή την έτυχε από τους ανθρώπους που υπηρετούσαν τον Νόμο. Από κατασκευής, το περίστροφο ήταν περιορισμένο στο να φέρει 6, 7 ή 8 φυσίγγια maximum. Ήταν όμως ένα αριστούργημα αξιοπιστίας και γι’ αυτό παραμένει δημοφιλές μέχρι σήμερα. Στα πρώτα μοντέλα όμως, το βυκίο είχε ευαισθησία στη βρωμιά, τη σκόνη και την υγρασία, κακουχίες που ήταν χαρακτηριστικές των πεδίων της μάχης. Μπορεί το όπλο που θα ήταν αδιαπέραστο από αυτά τα στοιχεία να μην ήταν ακόμη πραγματοποιήσιμο, το μέλλον όμως επεφύλασσε ένα μηχανικό πιστόλι που θα επαναγέμιζε αυτόματα, από μια μικρή αποθήκη φυσιγγίων που θα έφερε και θα ασφάλιζε μέσα στο όπλο.
Μία από τις πρώτες προσπάθειες για ένα όπλο που θα γέμιζε με πολλές σφαίρες, ήρθε το 1854 από τους SMITH & WESSON και ονομαζόταν «Volcanic Repeating».
Με το SMITH & WESSON Volcanic Repeating έγινε το εξελικτικό βήμα απομάκρυνσης από το βυκίο σε «κουτί φυσιγγίων».
Αυτό ήταν το πρώτο μηχανικού τύπου πιστόλι στην ιστορία, είχε μεν γεμιστήρα όπως τα μετέπειτα πιστόλια, είχε όμως και χειροκίνητο μηχανισμό όπλισης, κάτι σαν διπλό δαχτυλίδι, το οποίο έπρεπε να μετακινεί μπροστά ο χρήστης πριν από κάθε βολή. Το Volcanic Repeating λοιπόν, βασίστηκε σε μηχανισμό μοχλού που μετακινούνταν ώστε να έρθει κάθε φορά η «σφαίρα» στη θέση εκπυρσοκρότησης. Το αληθινά αυτόματο γέμισμα είχε τεχνικά προβλήματα που ακόμη δεν είχαν βρει λύση. Το 1893 όμως, κατοχυρώθηκε μια σημαντική ανακάλυψη, από τον Γερμανό εφευρέτη Hugo Borchardt. Το «αυτόματο» πιστόλι «Borchardt C-93» κατασκευάστηκε σε ένα μικρό εργοστάσιο στη Γερμανία, ζύγιζε 1,5 κιλό και μπορούσε να πυροβολήσει με αξιοπιστία 8 φορές στη σειρά. Το Borchardt ήταν το πρώτο όπλο χειρός που μπορούσε να αποθηκεύσει πυρομαχικά μέσα στη λαβή του. Η πραγματική επανάσταση όμως, ήταν το ότι χρησιμοποιούσε την ισχύ της ανάκρουσης για να επαναγεμίσει το επόμενο φυσίγγιο από τη λαβή, στη θέση πυροδότησης.
Το Borchardt ήταν το πρώτο πραγματικά ημιαυτόματο πιστόλι στην Ιστορία και χωρούσε 8 ομώνυμα φυσίγγια 7.65x25mm.
Ο μηχανισμός όπλισης ήταν κάπως άβολος για τα σημερινά πρότυπα, αλλά λειτουργούσε! Κατασκευάστηκαν και πουλήθηκαν παγκοσμίως 3.000 όπλα Borchardt, εδραιώνοντάς το ως το πρώτο επιτυχημένο εμπορικά πιστόλι. Κάποια σώζονται λειτουργικά έως σήμερα και η τιμή τους στην αγορά των συλλεκτών φτάνει έως και τα 100.000 δολάρια Η.Π.Α.! Ένας λόγος που αυτά τα Borchardt παραμένουν τόσο πολύτιμα, είναι ότι μετά από έναν και αιώνα, πυροβολούν χωρίς κανένα πρόβλημα. Βέβαια, ο μηχανισμός ήταν δυσκίνητος, καθιστώντας όλο το όπλο δυσκίνητο. Η κάννη ήταν μακριά και το σύστημα όπλισης δημιουργούσε μεγάλη προεξοχή πίσω από το όπλο, η οποία δυσκόλευε την ισορροπία του κατά τη χρήση.
Για τον λόγο αυτόν, στα μετέπειτα μοντέλα προστέθηκε κοντάκι κι έτσι το Borchardt έγινε ένα είδος μικρής επωμιζόμενης καραμπίνας. Ήταν πρακτικό, αλλά δεν ήταν «βολικό» όπλο. Η αρχή όμως για τα πιστόλια αυτόματης επαναγέμισης είχε γίνει. Το 1898 ο ελβετικός στρατός, επέλεξε να προμηθευτεί ως επιχειρησιακό του πιστόλι το Borchardt, αλλά έθεσε ως περιορισμό πως το όπλο θα έπρεπε να γίνει πιο εύχρηστο και δυνατό. Τη λύση αυτού το προβλήματος ανέλαβε να λύσει ο βοηθός και συνεργάτης του Hugo Borchardt, ο επίσης Γερμανός Georg Luger. Το όνομά του θα είναι για πάντα συνδεδεμένο με ένα από τα πιο επιτυχημένα πιστόλια που κατασκευάστηκαν ποτέ. Ο Luger, πήρε το Borchardt και το άλλαξε τελείως, μετατρέποντάς το σε ένα πρακτικό ημιαυτόματο πιστόλι. Μίκρυνε το σύστημα τροφοδοσίας, ενώ ο καινούριος εργονομικός σχεδιασμός ήταν τόσο επιτυχημένος, ώστε οι «γραμμές» του όπλου ήταν ίδιες από την αρχή κατασκευής του, έως και τη δεκαετία του 1940. Τότε, σταμάτησε η παραγωγή του, παρέμεινε όμως στην Ιστορία ως το πρώτο επιχειρησιακό όπλο προερχόμενο από το Borchardt. Γνωστό και ως «Parabellum» (πόλεμος στα λατινικά), το πιστόλι Luger υιοθετήθηκε το 1908 ως επίσημο όπλο από τον γερμανικό στρατό και ναυτικό.
Το πιστόλι Luger – εξέλιξη του Borchardt και δεξιά ο σχεδιαστής και κατασκευαστής του, Georg Luger.
Μπορούσε εύκολα κανείς να το επαναγεμίσει, να το χειριστεί με το ένα χέρι, ενώ ήταν αξιόπιστα θανατηφόρο ως προς το διαμέτρημά του. Το 1918, με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είχαν κατασκευαστεί πάνω από μισό εκατομμύριο πιστόλια Luger Parabellum. Το όνειρο του «αυτόματου» πιστολιού είχε γίνει πραγματικότητα και σύντομα έγινε ο πολυτιμότερος συνεργάτης του μαχητή στο πεδίο. Από εκείνο το σημείο και μετά, ο αγώνας εξέλιξης θα επικεντρωνόταν σε ταχύτερης λειτουργίας, ελαφρύτερα και ισχυρότερου διαμετρήματος πιστόλια. Η ιστορία του πιστολιού είχε ξεκινήσει μέσα από τις φλόγες του πολέμου, όμως καθώς οι Γερμανοί στρατιώτες δημιουργούσαν τον θρύλο του πιστολιού Luger, διαπίστωναν και τις αδυναμίες του. Αυτές ήταν η ευαισθησία του στη σκόνη και οι εμπλοκές που πάθαινε με τη χρήση μη πιστοποιημένων πυρομαχικών. Ένας ακόμη περιορισμός ήταν το γεγονός πως η χωρητικότητά του δεν ξεπερνούσε τα 7 φυσίγγια.
Ο ανταγωνισμός για το Luger, ήρθε επίσης από τη Γερμανία, με ένα περίεργο στην όψη όπλο, το οποίο έφερε και κοντάκι επώμισης. Χωρούσε περισσότερα πυρομαχικά στον γεμιστήρα του και υποσχόταν μεγαλύτερη αξιοπιστία σε δυσμενείς συνθήκες. Αυτό ήταν το Mauser C-96. Εφευρέθηκε το 1895 σε ένα γερμανικό εργοστάσιο που ανήκε στον σχεδιαστή όπλων Paul Mauser.
Στην πραγματικότητα, ο σχεδιασμός του όπλου προήλθε από 3 υπαλλήλους του Mauser, οι οποίοι έφτιαξαν το πρωτότυπο χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει και χωρίς την άδειά του!
O Paul Mauser.
Όντας αριστούργημα βιομηχανικού σχεδιασμού, το Mauser C-96 «δένεται» με μόνο 2 βίδες επάνω στη λαβή. Όλα τα υπόλοιπα μέρη του ταιριάζουν και είναι αλληλοσυνδεδεμένα, με αποτέλεσμα η λύση και η αρμολόγηση του όπλου να επιτυγχάνεται χωρίς εργαλεία! Και αν αυτό μας φαίνεται αυτονόητο σήμερα, για εκείνη την εποχή ήταν κάτι σαν επιστημονική φαντασία… Όμως το μακράν ελκυστικότερο και χαρακτηριστικότερο γνώρισμά του είναι ο μεγάλης χωρητικότητας γεμιστήρας. Το Mauser C-96 χωρούσε 10 φυσίγγια σε ένα «αυτόματο κουτί» μπροστά από τη σκανδάλη.
Το πιστόλι Mauser C-96 που κατασκευάστηκε εν αγνοία του Paul Mauser.
Η γέμιση γινόταν στα πρότυπα των τυφεκίων, με την εισαγωγή ενός κλιπ με προτοποθετημένα τα φυσίγγια κατά σειρά, από το ανοιχτό κλείστρο προς τα κάτω, στο «κουτί». Το Mauser C-96 είχε το χαϊδευτικό όνομα «κουτί - κανόνι», λόγω της μεγάλης ορθογώνιας αποθήκης – γεμιστήρα πυρομαχικών μπροστά από τη σκανδάλη, όμως το πραγματικά δημοφιλές ψευδώνυμό του ήταν το «λαβή σκούπας». Του δόθηκε λόγω του σχήματος της ξύλινης πιστολοειδούς λαβής του, η οποία θύμιζε χερούλι σκούπας. Μπορεί το Mauser C-96 να μην υιοθετήθηκε ποτέ επιχειρησιακά από τον γερμανικό στρατό, έγινε όμως πολύ δημοφιλές ανάμεσα στους αξιωματικούς του. Πολλοί το προτιμούσαν έναντι του Luger και το αγόραζαν ως προσωπικό τους όπλο. Η φήμη του απλώθηκε πέρα από τη Γερμανία και στην αρχή του 20ου αιώνα, Βρετανοί αξιωματικοί, καθώς και ανταποκριτές εφημερίδων έφεραν το Mauser C-96 στη χώρα τους, με αποτέλεσμα να εισαχθεί στη Βρετανία, ως ένα ακόμη μέρος του οπλοστασίου της για τον έλεγχο της αποικιακής αυτοκρατορίας. Το Mauser C-96 ταξίδεψε επίσης στην Αφρική, κατά τη βρετανική εισβολή στο Σουδάν το 1898 και έγινε το προτιμώμενο πιστόλι αμφότερων των δύο πλευρών του πολέμου, ο οποίος ξεκίνησε το 1899. Πιθανότατα ο πιο διάσημος κάτοχος του Mauser C-96 ήταν ο νέος τότε υπολοχαγός του βρετανικού στρατού και μετέπειτα πρωθυπουργός της Αγγλίας, Ουίνστον Τσώρτσιλ. Ο ίδιος, επειδή ήταν σκεπτόμενος προς τα εμπρός άνθρωπος, αντιλήφθηκε αμέσως τα πλεονεκτήματα του πιστολιού έναντι των περιστρόφων, όπως η μεγαλύτερη δύναμη πυρός και η πιο συμπαγής και ανθεκτική κατασκευή. Ο Τσώρτσιλ πήρε το όπλο στο Σουδάν τον Σεπτέμβριο του 1898 και το είχε στο πλευρό του κατά τη θρυλική μάχη του Ομντουρμάν. Τα επόμενα χρόνια, παραιτήθηκε και ορίστηκε πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας «The London Morning Post». Η περιπέτεια της αιχμαλωσίας του και της ηρωικής απόδρασής του, τον έκαναν διάσημο και ήρωα στην πατρίδα του το 1900.

Ο Υπολοχαγός του βρετανικού στρατού Ουίνστον Τσώρτσιλ, πριν από τη μάχη του Ομντουρμάν.
Ο Τσώρτσιλ προώθησε το Mauser C-96 σαν το πιο «έτοιμο» και ισχυρό όπλο που μπορούσε να έχει κανείς πάνω του. Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα συνέντευξής του: «Αγόρασα από το Λονδίνο αυτό το αυτόματο πιστόλι, το οποίο ήταν η τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Ξαφνικά, στη μέση της ερήμου, ξεπήδησε μπροστά μου ένας Δερβίσης. Τον πυροβόλησα με αυτό και τον βρήκα αμέσως νεκρό στην άμμο. Είχα ρίξει όμως όλα μου τα φυσίγγια. Αμέσως έβαλα στο Μάουζερ ένα καινούριο κλιπ με 10 πυρομαχικά και πριν σκεφτώ οτιδήποτε άλλο, ήμουν ξανά ετοιμοπόλεμος». Σαν φίλος που εμπνέει εμπιστοσύνη, το Mauser C-96 συμμετείχε και στη ρωσική επανάσταση. Μάλιστα, με αυτό το όπλο εκτελέστηκε το 1917 και ο Τσάρος Νικόλαος, ο τελευταίος Τσάρος της Ιστορίας. Έχοντας λοιπόν αποδείξει την αξιοπιστία του, ακόμη και έξι δεκαετίες μετά το χρησιμοποίησαν ως επιχειρησιακό όπλο οι σοβιετικές στρατιωτικές δυνάμεις, κατά την εισβολή τους στο Αφγανιστάν, το 1979.
Μια άλλη είσοδος στην αγορά των πιστολιών ήρθε από την Αυστρία. Το «Roth Steyr» σχεδιάστηκε το 1904 από τον κατασκευαστή πυρομαχικών George Roth. Όταν πυροβολούσε το όπλο αυτό, χρησιμοποιούσε τη δύναμη από την ανάκρουση ώστε να ωθήσει προς τα πίσω έναν κύλινδρο και αυτός να το επαναγεμίσει «αυτόματα». Μπορεί στην όψη να μοιάζει με γιγαντιαίο νεροπίστολο ή σύριγγα, αλλά λειτουργούσε καλύτερα απ’ ό,τι έδειχνε, οπότε κατέστη ένα πολύ αποτελεσματικό πιστόλι 8mm. O Roths αποφάσισε να απομακρύνει το «κουτί με τις σφαίρες» και χρησιμοποίησε έναν κύλινδρο, ο οποίος θα επαναγέμιζε τη θαλάμη με τα φυσίγγια που θα τοποθετούνταν μέσα στη λαβή του όπλου (από επάνω), όντας ήδη κουμπωμένα σε κλιπ.
Το 8 χιλιοστών πιστόλι Roth Steyr, με τον 10άρη «γεμιστήρα».
Το Roth Steyr έγινε το 1907 το επίσημο πιστόλι του αυστροουγγρικού ιππικού, υπό την κωδική ονομασία Μ1907, αφήνοντας το όνομά του στην Ιστορία, καθώς ήταν μόλις το δεύτερο αυτόματης επαναγέμισης πιστόλι, που έγινε το επιχειρησιακό πιστόλι κάποιου στρατού, μετά το Luger – Parabellum. Οι υπόλοιπες χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων και των Η.Π.Α., συνέχιζαν να χρησιμοποιούν περίστροφα. Αυτό όμως επρόκειτο να αλλάξει άμεσα. Τα πιστόλια, σε κάθε είδους σχήμα, μέγεθος και διαμέτρημα, επρόκειτο να κατακλύσουν τον πλανήτη καθώς υπόσχονται σε κάθε ένοπλη στρατιωτική δύναμη, αστυνομία και οπλοφόρο πολίτη, αξιόπιστη δύναμη πυρός, ταχεία επαναγέμιση και ακόμη ταχύτερο πυροβολισμό. Μπορεί η «επανάσταση του πιστολιού» να ξεκίνησε στην Ευρώπη, αλλά έφτασε στο απόγειό της, μέσα σε ένα μικρό εργαστήριο στο Σωλτ Λέικ Σίτυ της Γιούτα των Η.Π.Α. Εκεί, ένας τεχνίτης όπλων και εφευρέτης, ονόματι John Moses Browning, δημιούργησε τα σχέδια θρυλικών όπλων.
Ο Τζον Μόζες Μπράουνινγκ, κρατώντας το ομώνυμο τυφέκιό του.
Θεωρείται από πολλούς ως ο μεγαλύτερος σχεδιαστής πιστολιών ιστορικά, καθώς πολλά από τα σχέδιά του εξακολουθούν έως σήμερα να χρησιμοποιούνται επιχειρησιακά από πολλές χώρες ανά τον κόσμο. Η πρώτη επιτυχημένη απόπειρα του Μπράουνινγκ να σχεδιάσει ένα καινούριο πιστόλι αυτόματης επαναγέμισης, ξεκινά το 1900 με το ομώνυμο μοντέλο του, το οποίο κατασκεύασε σε ένα βελγικό εργοστάσιο όπλων, το Fabrique Nationale (FN).

Σκαρίφημα του FN 1900, σχεδίασης Browning και δεξιά το φημισμένο Colt 1903 με την εμφανή σχεδιαστική αναφορά στο πρώτο.
To FN Browning 1900 χρησιμοποιούσε λιγότερα εξαρτήματα σε σχέση με άλλα πιστόλια, κατά συνέπεια ήταν πιο δύσκολο κάποιο εξ αυτών να πάθει αστοχία υλικού. Τρία χρόνια αργότερα, ο Μπράουνινγκ σχεδίασε και κατασκεύασε ένα μικρό πιστόλι, το οποίο θα μπορούσε να μεταφερθεί, αλλά και να χρησιμοποιηθεί από τον καθένα. Ο Μπράουνινγκ σχεδίασε επίσης και τα πυρομαχικά για το συγκεκριμένο πιστόλι, ήτοι το φυσίγγιο με διαμέτρημα 0,32 της ίντσας, το γνωστό στην Ελλάδα (λόγω της ευρείας αστυνομικής χρήσης κατά το παρελθόν) και ως 32άρι. Το κάθε επόμενο φυσίγγιο γλιστρούσε από τον γεμιστήρα στη θαλάμη με ευκολία, ενώ το όπλο ήταν λεπτότερο και ελαφρύτερο από άλλα πιστόλια. Έλαβε την ονομασία «Colt 1903» και ήταν το πρώτο από μια μεγάλη σειρά πιστολιών που παράχθηκαν από την εταιρεία COLT στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ των Η.Π.Α. Είχε μέγιστη σχεδιαστική εργονομία και προσέφερε τη μοναδική για την εποχή αίσθηση, η λαβή να αποτελεί φυσική προέκταση του χεριού του χρήστη. Ο ίδιος ο Μπράουνινγκ το είχε χαρακτηρίσει ως «σχέδιο παράλληλου χάρακα», παρομοιάζοντας έτσι την εντελώς παράλληλη διάταξη κλείστρου και πλαισίου – σώματος. To σχέδιο είναι τόσο εκλεπτυσμένο, ώστε έχει αντιγραφεί ξανά και ξανά εδώ και 100+ χρόνια, με παραλλαγές ή χωρίς. Το επανατατικό ελατήριο όμως, ο μηχανισμός σκανδάλης, ο τύπος και το σχέδιο του γεμιστήρα, εν γένει όλος ο μηχανικός σχεδιασμός, παραμένουν ίδια έως σήμερα αφού άγγιξαν την τελειότητα στις αρχές του 20ου αιώνα. Επειδή μπορούσε να κρυφτεί εύκολα ανάμεσα στα ρούχα που φορούσε κανείς, το Colt 1903 ήταν πολύ δημοφιλές στους γκάνγκστερ, κατά τη δεκαετία 1920 – 1930. Ο Αλ Καπόνε είχε πάντα ένα στην τσέπη του, ενώ ο «λογιστής» του, Τζέικ Γκούζικ, είχε επίσης ένα 1903, το οποίο έκρυβε κάτω από το αλεξίσφαιρο γιλέκο του! Όμως το έφεραν και πολλοί πολίτες, αστυνομικοί και στρατιωτικοί, καθώς ήταν πολύ εύκολο στη μεταφορά, βολικό και εύκολο στη χρήση. Ο Στρατηγός George S. Patton έφερε επίσης ένα Colt 1903 στη ζώνη του, όταν οδήγησε την 3η στρατιά από τη Γαλλία στη Γερμανία, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκείνα τα χρόνια το Colt 1903 έπαιξε έναν ακόμη πιο καθοριστικό ρόλο, χτίζοντας τις βάσεις για τη δημιουργία ενός ανώτερου στρατιωτικού πιστολιού. Η απάντηση στο μειονέκτημα του μικρής ανασχετικής ισχύος βλήματος 0.32΄΄, ήρθε μέσω μιας ακόμη συνεργασίας των Colt και Browning. Το νέο φυσίγγιο και πιστόλι σχεδιάστηκαν από την αρχή μαζί με σκοπό να λειτουργήσουν αρμονικά ως αλληλοσυμπληρούμενο οπλικό σύστημα. Το βλήμα είχε σχεδόν μισή ίντσα διάμετρο (0.45΄΄) και ακόμη και σήμερα παραμένει εξαιρετικά δημοφιλές, ως το γνωστό σε όλους 45άρι. Το εξαιρετικά ισχυρό νέο πιστόλι υιοθετήθηκε από τον αμερικανικό στρατό το 1911, υπό τον ομώνυμο κωδικό «Colt 1911», ενώ έγινε ευρύτερα γνωστό με το όνομα Colt 0.45΄΄ Automatic και ήταν ικανό να σταματήσει έναν άνδρα 120 κιλών που επιτίθετο γεμάτος αδρεναλίνη. Αυτό το όπλο δημιούργησε την έννοια «Stopping Power», ήτοι ανασχετική ισχύ, την οποία χρησιμοποιούμε έκτοτε ως κριτήριο αποτελεσματικότητας βλήματος/όπλου.
Το «θηριώδες» Colt 0.45΄΄ Automatic του 1911.
Ένα χαρακτηριστικό του 1911 που «κλέβουν» τα πιστόλια μέχρι σήμερα είναι το σύστημα λειτουργίας του, το οποίο ονομάζεται σύστημα Μπράουνινγκ. Μετά από κάθε πυροβολισμό και ενώ το κλείστρο φτάνει στην τελική του θέση, με πλήρως ανοικτή τη θυρίδα απόρριψης καλύκων, ο σύνδεσμος αιώρησης χαμηλώνει την κάννη, με αποτέλεσμα το νέο φυσίγγιο να εισέρχεται στη θαλάμη από τον γεμιστήρα πολύ ταχύτερα. Εύκολα το διαπιστώνει οποιοσδήποτε κάτοχος πιστολιού με το εν λόγω σύστημα λειτουργίας, καθώς αγκιστρώνοντας το κλείστρο θα παρατηρήσει την ελαφριά ανύψωση του μπροστινού μέρους της κάννης. H ανάγκη εκμάθησης και ελέγχου της μεγάλης ανάκρουσης, οδήγησε στην εξέλιξη της εκπαίδευσης των στρατιωτών και στη δημιουργία νέων θέσεων βολής. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ζήτηση για το 1911 ήταν τόσο υψηλή, ώστε εταιρείες όπως η SINGER

και η REMINGTON, οι οποίες κατασκεύαζαν ραπτομηχανές, σε μια πολεμική βοήθεια προς τον αμερικανικό στρατό ξεκίνησαν και αυτές να κατασκευάζουν αυτό το πιστόλι. Ο αμερικανικός στρατός θεώρησε τόσο επιτυχημένο το πιστόλι 1911 που το είχε ως επιχειρησιακό όπλο στους πολέμους της Κορέας και του Βιετνάμ, ενώ δεν το αποχωρίστηκε παρά λίγα χρόνια πριν την «Καταιγίδα της Ερήμου». Το κλειδί της επιτυχίας στη μακροζωία του 1911 ήταν η αξιοπιστία, η απλότητα, η δύναμη και η αποτελεσματικότητα στη μάχη, καθώς δεν πάθαινε κυριολεκτικά τίποτα. Μπορούσε κανείς να το πετάξει, να το χτυπήσει, να το βάλει στο νερό, στην άμμο, να το καλύψει με λάσπη, αυτό όμως θα να συνέχιζε να λειτουργεί. Από αστυνομικής πλευράς, ήταν η πρώτη επιλογή και από τις δύο πλευρές του Νόμου. Οι πράκτορες του F.B.I. έφεραν το Colt 1911 κατά τις δεκαετίες 1930 και 1940, ενώ όταν ο «δημόσιος κίνδυνος νούμερο ένα», ο γκάνγκστερ John Dillinger έπεσε νεκρός από τα πυρά των ανδρών του J. Edgar Hoover το 1934 στο Σικάγο του Ιλινόις των Η.Π.Α., κρατούσε στο χέρι του το θρυλικό πλέον 1911.
Ο Τζον Ντίλινγκερ και το τροποποιημένο 1911 που είχε κατά τη θανατηφόρα συμπλοκή του με πράκτορες του F.B.I., το 1934.
Η Colt, έχοντας κατοχυρώσει την εκατονταετή πατέντα του 1911, παρήγαγε αποκλειστικά και συνεχόμενα επί έναν αιώνα αυτά τα πιστόλια. Με τη λήξη της πατέντας το 2011, πολλές εταιρείες ενέταξαν το σχέδιο 1911 στα παραγόμενα μοντέλα τους με τα διαμετρήματα, μήκη κάννης και μεγέθη να ποικίλουν, αλλά τα ιστορικά χαρακτηριστικά να παραμένουν αναλλοίωτα. Το βασικό μειονέκτημα του 1911 ήταν το μεγάλο βάρος του, καθώς ζύγιζε 1,5 κιλό χωρίς γεμιστήρα, η έμπνευση όμως των οπλουργών και των εφευρετών θα ξεπερνούσε και αυτό το πρόβλημα στο μέλλον, παραμένοντας ανεξάντλητη σε ιδέες και δημιουργίες.
Εν τω μεταξύ, ένα βρετανικής προέλευσης παράξενο όπλο, υβρίδιο πιστολιού και περιστρόφου, έκανε την εμφάνισή του. To «Webley – Fosbury Automatic Revovlver» σχεδιάστηκε από τον George Vincent Fosbury στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν άρχισαν να παρουσιάζονται ένα - ένα τα σχέδια για τα πιστόλια αυτόματης επαναγέμισης. Σε όλα τα περίστροφα ως τότε, η περιστροφή του βυκίου, γινόταν μέσω της πίεσης της σκανδάλης και της προς τα πίσω κίνησης της σφύρας. Το Webley – Fosbury άλλαξε σχεδιασμό και χρησιμοποιούσε τη δύναμη της ανάκρουσης για να το πετύχει αυτό. Ουσιαστικά το βυκίο ήταν ένα ξεχωριστό κομμάτι πάνω στον κορμό του όπλου, το οποίο κινούνταν παράλληλα προς τον κορμό (σαν κλείστρο) και έφερε κάποιες χαρακτηριστικές αυλακοειδείς ραβδώσεις σε σχήμα ζιγκ ζαγκ. Αυτά τα χαραγμένα «αυλάκια» ωθούσαν το βυκίο να κινηθεί περιστρεφόμενο προς τα πίσω και έτσι να αλλάζει θέση κατά τον πυροβολισμό ευθυγραμμίζοντας κάθε επόμενη θαλάμη με την κάννη. Παράλληλα όπλιζε και τη σφύρα, καθώς ήταν μονής ενέργειας όπλο και χωρίς τον συνδυασμό αυτών των δύο χαρακτηριστικών δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «αυτόματο περίστροφο».

Το Webley – Fosbury με το χαρκατηριστικό «χαραγμένο» βυκίο του. Φαίνεται καθαρά η δυνατότητα προς τα πίσω παράλληλης κίνησης του μηχανισμού σφύρας - όπλισης.
Παρότι ήταν ένα βαρύ ευαίσθητο στη σκόνη 45άρι όπλο, η μεγάλη του ακρίβεια στη βολή και η ισχύς του πυρομαχικού του, το κατέστησαν αγαπημένο όπλο των Βρετανών ναυτικών και αεροπόρων, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ μετά το τέλος αυτού σταμάτησε και η παραγωγή του.
Το Webley – Fosbury ήταν ο πρόδρομος για άλλα ευρωπαϊκά σχέδια όπως αυτό του θρυλικού κατασκευαστή όπλων Carl Walther. To 9mm «Walther P38» ήταν το πρώτο γερμανικό πιστόλι διπλής ενέργειας και το 1938 εισήχθη επιχειρησιακά στα γερμανικά στρατεύματα αντικαθιστώντας το Luger – Parabellum. Όντας το πρώτο επιχειρησιακό πιστόλι διπλής ενέργειας στην Ιστορία, ήταν το μόνο που έφερε τεχνολογία ασφαλούς αφόπλισης σφύρας (decocker). Προσέφερε έτσι, την αδιανόητη για την εποχή δυνατότητα να το φέρει κάποιος ήδη οπλισμένο στη θήκη της ζώνης του και αφού το έβγαζε από αυτή, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να πιέσει τη σκανδάλη για να πυροβολήσει. Η ιδιαιτερότητα της προ - όπλισης και άμεσης πυροδότησης, ήταν ελκυστικό χαρακτηριστικό, ενώ σε επίπεδο αξιοπιστίας το P38 απέδειξε την αξία του κατά την εισβολή των Γερμανών στη Γαλλία και το Βέλγιο, κατά την έναρξη του πολέμου.
Το «εννιάρι» γερμανικό πιστόλι Ρ38 και ο δημιουργός του, Carl Walther.
Όπως και το Luger, το P38 δεχόταν γεμιστήρα 8 φυσιγγίων, αλλά ήταν πιο φθηνό και εύκολο στην παραγωγή, καθώς απαιτούσε λιγότερο μέταλλο, το οποίο ήταν πολύτιμο την εποχή του πολέμου. Επιπροσθέτως, τα κινούμενα μέρη του ήταν λιγότερο επιρρεπή σε αστοχίες υλικού. Η ζήτηση από τον στρατό και την αστυνομία για το Ρ38 ήταν τόσο μεγάλη, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ώστε και το εργοστάσιο του Paul Mauser διέθεσε χώρους του για την παραγωγή του. To Walther P38 οφείλει την επιτυχία του σε παλαιότερο σχέδιο του Carl Walther, που είχε εκπονηθεί για τη γερμανική αστυνομία, η οποία είχε ζητήσει ένα «γρήγορο» και ελαφρύ πιστόλι. Ο Walther το είχε ονομάσει «PP» (εκ του Police Pistol) και το είχε προμηθεύσει στην αστυνομία το 1929.
Το «32άρι» Walther PP (Polizei Pistole). Το Walther PPK, ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πιστόλια.
Κατά τη ναζιστική περίοδο, μόνο για τη γερμανική αστυνομία, παρήχθησαν 200.000 τέτοια πιστόλια, τα οποία χωρούσαν 8 φυσίγγια διαμετρήματος 0.32΄΄. Παρέμειναν σε υπηρεσία (με μια μικρή παραλλαγή η οποία έγινε την ίδια χρονιά) έως και το 1975 και ήταν δημοφιλή στους αστυνομικούς με πολιτικά, καθώς ήταν μικρά και αποκρύβονταν εύκολα. Αυτή η παραλλαγή οδήγησε ομοίως το 1929, στη δημιουργία του πιστολιού «Walther Polizei – Pistolen - Kriminal», γνωστό και ως «Walther PPK».
Ζύγιζε περίπου μισό κιλό, ταίριαζε άριστα στο χέρι και η λεία επιφάνειά του το καθιστούσε εύκολο στο τράβηγμα από τη θήκη. Αξεπέραστο στοιχείο του θεωρήθηκε ο σύγχρονος μηχανισμός παθητικής ασφάλειάς του, με μπάρα ασφαλείας να παρεμβάλλεται ανάμεσα στη σφύρα και τον επικρουστήρα.
Ο Σων Κόνερι ως Τζέιμς Μποντ με το PPK και το dry martini του. Το PPK του Χίτλερ με χαραγμένα τα αρχικά του.
Το Walther PPK έχει ταυτιστεί παγκοσμίως με τη μυστικότητα, καθώς αυτό φέρει ο φανταστικός χαρακτήρας του Ίαν Φλέμινγκ, James Bond - Agent 007. Εκτός μεγάλης οθόνης, το PPK έχει μια μοναδική θέση στην Ιστορία, καθώς ο Αδόλφος Χίτλερ απάλλαξε την ανθρωπότητα από την τυρρανική παρουσία του και το ναζιστικό καθεστώς, αυτοκτονώντας με το προσωπικό, επίχρυσο και σκαλιστό Walther PPK του, κατά την είσοδο των σοβιετικών δυνάμεων στο Βερολίνο, το 1945.
Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, το Colt 1911 παρέμεινε για 75 χρόνια το επίσημο επιχειρησιακό πιστόλι των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Το 1985 όμως, μετά από εξαντλητικά τεστ, η αμερικανική κυβέρνηση ενέκρινε ένα καινούριο πιστόλι ιταλικού σχεδιασμού, υπό τον κωδικό Μ9. Ήταν το πιστόλι «Beretta 92FS», το οποίο πήρε μέρος στην «Καταιγίδα της Ερήμου» και όπλισε τις αμερικανικές δυνάμεις παγκοσμίως, φέρνοντας τον «αέρα» του 20ου αιώνα. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του σε σχέση με το 1911 ήταν η χωρητικότητα γεμιστήρα, ενώ η ομαλή λειτουργία του έδινε την αίσθηση πως το κλείστρο κινείται πάνω σε ρουλεμάν.
Το ιταλικό Beretta 92FS, κατάφερε να περάσει με επιτυχία όλα τα εξαντλητικά τεστ του αμερικανικού στρατού, το 1985.

Επίσης, για τους περισσότερους ανθρώπους, η λαβή του 92FS ήταν πιο άνετη και εργονομική από του 1911. Το Beretta 92FS έχει τις ρίζες του στην Ιταλία του Μουσολίνι, κατά το τέλος της δεκαετίας του 1930. Εκείνη την εποχή οι σχεδιαστές του εργοστασίου Pietro Beretta άρχισαν να δουλεύουν για ένα καινούριο αυτόματης επαναγέμισης πιστόλι, με σκοπό να ανταγωνιστούν το αμερικάνικο Colt 1911. Πενήντα χρόνια και έναν παγκόσμιο πόλεμο μετά, η Beretta -το πιο παλιό πολεμικό εργοστάσιο στον κόσμο- άρχισε την παραγωγή του 92FS στις Η.Π.Α., φτιάχνοντας υπερσύγχρονες υποδομές στο Ακουκίκ του Μέριλαντ. Στα δοκιμαστικά τεστ, το Beretta 92FS, απέδειξε ότι μπορεί να πυροβολήσει 7.000 φορές συνεχόμενα χωρίς εμπλοκή. Επίσης, η ανάκρουση ήταν αισθητά λιγότερη σε σχέση με όλα τα προηγούμενα πιστόλια, ενώ είχε και αμφιδέξιο μοχλό παθητικής ασφάλειας. Αυτά τα χαρακτηριστικά, έκαναν το όπλο λιγότερο εκφοβιστικό στους αρχάριους σκοπευτές και στους νεοσύλλεκτους στρατιώτες. Εκτός από το πεδίο της μάχης, το 92FS έγινε πολύ δημοφιλές και στην αστυνομία, με αποτέλεσμα πάνω από 1.000 τμήματα στις Η.Π.Α. να το χορηγούν στους αστυνομικούς τους. Η άγρια πραγματικότητα του «πεζοδρομίου των αστυνομικών» όμως, αποκάλυψε ένα επικίνδυνο ελάττωμα του 92FS. Αν ο αστυνομικός τέντωνε το χέρι του με το πιστόλι προς τον ύποπτο σε κοντινή απόσταση, αυτός μπορούσε να απλώσει το δικό του χέρι πάνω στο κλείστρο του πιστολιού και αφού πρώτα το έσπρωχνε ελάχιστα προς τα πίσω, μετά το τραβούσε, το κλείστρο αφαιρούνταν και το πιστόλι λυνόταν, με τον αστυνομικό να κρατά πλέον μόνο τον κορμό... Η κατάλληλη εκπαίδευση και ένας πείρος ασφάλισης, εξάλειψαν αυτόν τον κίνδυνο. Η ζημιά όμως στη Beretta είχε ήδη γίνει…
Σάρωσε στον κόσμο των στρατιωτικών και των αστυνομικών, όταν παρουσιάστηκε από μια αυστριακή εταιρεία με το ως τότε όνομα «The Cutlery» στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Και το όνομα αυτού; Glock 17! Με κορμό από πολυμερικό σκληρό πλαστικό και χυτά μεταλλικά μέρη, το πιστόλι Glock ήταν πιο ισχυρό και πιο ελαφρύ (ακόμη και γεμάτο με 17 φυσίγγια) από όλα τα τότε πιστόλια μάχης. Πώς όμως φτάσαμε από τα βαριά μεταλλικά πιστόλια στο ελαφρύ Glock; Το 1980 ο Αυστριακός στρατός έθεσε 17 κριτήρια, τα οποία θα έπρεπε να πληροί το νέο πιστόλι που επιθυμούσε να προμηθευτεί. Ο ομοεθνής μηχανικός Gaston Glock, δεν είχε οπλοτεχνικές γνώσεις, αλλά γνώριζε σε βάθος τις τότε τεχνολογίες αιχμής στον τομέα των πολυμερών πλαστικών. Συνέστησε λοιπόν μια ομάδα έμπειρων οπλουργών διαφόρων εθνικοτήτων και τρεις μήνες αργότερα παρουσίασαν ένα λειτουργικό πρωτότυπο πιστόλι με πολλές ενσωματωμένες καινοτομίες.
Το «πλαστικό» Glock 17. Ο Gaston Glock επί το έργον.
Οι "επαΐοντες" της εποχής, αντιμετώπισαν με μανιώδη κριτική το "πλαστικό" πιστόλι, αναφέροντας ακόμη και τον κίνδυνο να σπάει ή να λιώνει(!) κατά τη βολή. Ο Γκαστόν Γκλοκ ανεπηρέαστος, πήρε μέρος με το πρωτότυπό του στις εξαντλητικές δοκιμές του στρατού και πολύ σύντομα κατάφερε να αποκλείσει τις ανταγωνίστριες εταιρείες κολοσσούς, όπως οι Heckler & Koch, Sig Sauer και FN Herstal. Το πιστόλι του επικράτησε και κατοχυρώθηκε με πατέντα ως Glock 17 (εκ των 17 κριτηρίων δοκιμής), με τον αυστριακό στρατό να παραλαμβάνει αρχικά 25.000 πιστόλια. Ακολούθησε η αυστριακή αστυνομία και στη συνέχεια πολλές δυνάμεις διεθνώς. Χαρακτηριστικά αναφέρω πως σήμερα το 65% των αστυνομικών σε τουλάχιστον 48 χώρες, φέρουν πιστόλια Glock, ενώ το 2007 βγήκε από τη γραμμή παραγωγής το 5.000.000-στό πιστόλι!! Το 2011 η εταιρεία Glock πούλησε 620.000 πιστόλια μόνο στις Η.Π.Α., ενώ τον Αύγουστο του 2017 παρουσιάστηκε η 5η γενιά πιστολιών Glock (Gen5). Αξίζει να σημειωθεί πως πλέον κατασκευάζονται 29 διαφορετικά μοντέλα πιστολιών Glock, σε 7 διαφορετικά διαμετρήματα. Αφού το Glock δεν "έσπασε", ούτε "έλιωσε" στις ακραίες δοκιμές, έγινε μήτρα αντιγραφής για μεγάλες εταιρείες, όπως η Smith & Wesson και η Springfield και είναι σίγουρο πως πολλοί επικριτές του, φορούν πλέον στις ζώνες τους το φημισμένο "πλαστικό" πιστόλι... Ενδεικτικά, μία από τις πολλές καινοτομίες που εισήγαγε το πιστόλι Glock, είναι η σειρά «C». Σε αυτήν, θύρες στο επάνω μέρος του κλείστρου (που αντιστοιχούν σε τρύπες στο επάνω μέρος της κάννης), λειτουργούν σαν «εξάτμιση» για τα παραγόμενα κατά την πυροδότηση αέρια. Αυτό έχει ως σκοπό τον αποτελεσματικό έλεγχο της ανάκρουσης. Το μοναδικό αυτό σχεδιαστικό χαρακτηριστικό πατενταρίστηκε ως «Compensated Barrel». Μία ακόμη ιδιαιτερότητα είναι πως το Glock σχεδιάστηκε χωρίς παθητική ασφάλεια, αλλά με την επίσης κατοχυρωμένη λειτουργία «Safe Action». Υπάρχει μόνο ένα μικρό «γλωσσίδιο» στη μέση του ωστηρίου της σκανδάλης, το οποίο εξασφαλίζει ότι το όπλο δε θα πυροδοτήσει, αν το δάχτυλο δεν πιέσει από μπροστά «καθαρά», ολόκληρο το ωστήριο της σκάνδαλης μαζί με το εν λόγω «γλωσσίδιο».
Σήμερα, υπάρχουν τουλάχιστον 300 διαφορετικά ημιαυτόματα μοντέλα πιστολιών, από 50 περίπου διαφορετικές εταιρείες. Μόνο στις Η.Π.Α., μισό εκατομμύριο πιστόλια τον χρόνο περνούν σε ιδιωτικά χέρια. Στρατιωτικοί, αστυνομικοί και ένοπλοι πολίτες στηρίζουν την ασφάλειά τους στα πιστόλια, τα οποία πήραν τη μορφή που όλοι ξέρουμε μόλις έναν αιώνα πριν! Για να φτάσουμε από το Borchadt ως το Glock, μεσολάβησαν πολλές επιτυχημένες, αλλά πολύ περισσότερες αποτυχημένες δοκιμές και απόπειρες ανθρώπων, οι οποίοι «είδαν» μπροστά από την εποχή τους υλοποιώντας με πολύ πάθος τα σχέδια και τα όνειρά τους.

Βιβλιογραφία – Πηγές:
-    Pistols & revolvers, by Salamander
-    Handguns, armament and technology, by Lema
-    Tales of the guns documentary
-    Wikipedia, the free encyclopedia

policenet.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου