Μετά τις τελευταίες εξελίξεις στο Αιγαίο, είναι πλέον αδιαμφισβήτητο ότι χρειαζόμαστε μια δραστική αλλαγή του τρόπου αντιμετώπισης των εθνικών μας προβλημάτων. Αυτό όμως δεν είναι εύκολο. Προσωπικά δεν ξέρω την απάντηση, αλλά ίσως ξέρω πως μπορούμε να την βρούμε και αυτό ξεκινά με μια βασική ερώτηση.
Αν σας ρώταγαν ποιες είναι οι κύριες δυσκολίες στην επίλυση των πιο πολύπλοκων προβλημάτων, τι θα απαντούσατε;
Η απάντηση, για εμένα, είναι η κατακερματισμένη και διάσπαρτη γνώση σε πρώτο επίπεδο και σε δεύτερο, το γεγονός ότι είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ότι ο καθένας μας ακουμπά πάντα μόνο ένα μέρος του προβλήματος. Αυτή η δεύτερη παραδοχή είναι πολλές φορές και η πιο δύσκολη, καθώς έρχεται σε σύγκρουση με το εγώ μας και την ίδια την αλαζονεία μας. Αυτή η Σωκρατική συνειδητοποίηση είναι το πρώτο βήμα στην αντιμετώπιση πολύπλοκων προβλημάτων - όπως τα εθνικά.
Αν σας ρώταγαν ποιες είναι οι κύριες δυσκολίες στην επίλυση των πιο πολύπλοκων προβλημάτων, τι θα απαντούσατε;
Η απάντηση, για εμένα, είναι η κατακερματισμένη και διάσπαρτη γνώση σε πρώτο επίπεδο και σε δεύτερο, το γεγονός ότι είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ότι ο καθένας μας ακουμπά πάντα μόνο ένα μέρος του προβλήματος. Αυτή η δεύτερη παραδοχή είναι πολλές φορές και η πιο δύσκολη, καθώς έρχεται σε σύγκρουση με το εγώ μας και την ίδια την αλαζονεία μας. Αυτή η Σωκρατική συνειδητοποίηση είναι το πρώτο βήμα στην αντιμετώπιση πολύπλοκων προβλημάτων - όπως τα εθνικά.
Τα εθνικά ζητήματα είναι πολύπλοκα, μακροχρόνια και επεκτείνονται σε ένα ευρύ δίκτυο ενδιαφερομένων μερών. Τα προβληματά αυτά είναι επίσης δυναμικά, δηλαδή συνεχώς μεταβαλλόμενα και εξελισσόμενα. Όταν αναφερόμασταν στο Σκοπιανό ή στην επιθετικότητα της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Κύπρο πριν 5, 10, 20 και πλέον χρόνια, μπορεί να χρησιμοποιούσαμε τους ίδιους όρους, αλλά αναφερόμασταν σε πολύ διαφορετικές μορφές των προβλημάτων αυτών σε σχέση με σήμερα. Το δίκτυο των ενδιαφερομένων μερών της εποχής, τόσο στο εσωτερικό των άμεσα εμπλεκομένων χωρών, όσο και στο ευρύτερο διεθνές πλαίσιο, ήταν τελείως διαφορετικό.
Πολύ απλά - έχουν περάσει πολλά χρόνια από την αρχή αυτών των συγκρούσεων και κανένας μας δεν είναι πλέον ο ίδιος. Ούτε εμείς ως Έλληνες πολίτες ατομικά, ούτε η Ελληνική κοινωνία, ούτε το πολιτικό σύστημα. Έχουμε όλοι υποστεί μικρότερες ή μεγαλύτερες αλλαγές στις ανάγκες μας, στην καθημερινότητά μας, ακόμα και στην υποσυνείδητη ψυχολογική κατάστασή μας. Η διαχείριση αυτών των θεμάτων έχει επίσης περάσει από πάρα πολλά χέρια, τα οποία έχουν αφήσει τα αποτυπώματά τους. Τα ίδια ισχύουν και στα Σκόπια και στην Τουρκία και στις ΗΠΑ και σε κάθε παράγοντα αυτών των δυσεπίλυτων προβλημάτων.
Το ζήτημα είναι ότι για να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε μια νέα ουσιαστική εθνική στρατηγική χρειαζόμαστε πρώτα μια ολιστική κατανόηση των προβλημάτων και των βασικών γεγονότων και μεταμορφώσεων που έχουν λάβει χώρα όλα αυτά τα χρόνια.
Η δυσκολία στην κατανόηση έγκειται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος εγκέφαλος που να έχει εκτεθεί σε όλες τις πτυχές αυτής της πολύπλοκης, δυναμικής πραγματικότητας και που να μπορεί να συνθέσει για εμάς την ολιστική εικόνα που χρειαζόμαστε ως βάση για τον σχεδιασμό μιας νέας στρατηγικής και των επιμέρους τακτικών της.
Αυτό είναι επίσης αλήθεια διότι δεν υπάρχει κάπου συγκεντρωμένη θεσμική μνήμη – γνωστή ως institutional memory - από τους διάφορους φορείς που έχουν διαχρονικά ασχοληθεί με αυτά τα ζητήματα. Τα άτομα που έχουν εκτεθεί στις διαφορετικές πτυχές αυτών των προβλημάτων για τις τελευταίες 3 δεκαετίες είναι διάσπαρτα - απόστρατοι στρατιωτικοί, συνταξιούχοι διπλωμάτες, εν ενεργεία σε διάφορα πόστα, σχετικά και άσχετα, ανά την Ελλάδα και τον κόσμο, πολιτικοί που πολλοί είναι σήμερα στο περιθώριο, άλλοι ανενεργοί και άλλοι αποστασιοποιημένοι.
Σε επίπεδο δημόσιων λειτουργών είναι κάπως καλύτερα τα πράγματα σε σχέση με τους πολιτικούς, καθώς έχει υπάρξει μια συνέχεια στο δίκτυο επαγγελματιών διπλωματών και στρατιωτικών που χειρίζονται αυτά τα θέματα διαχρονικά. Εκεί το πρόβλημα είναι επίσης η έλλειψη συνδυαστικής σκέψης, αυτό που στην στρατιωτική επιστήμη αναφέρεται ως διακλαδικότητα και στην ακαδημαϊκή γλώσσα ως interdisciplinary ή systems thinking - διεπιστημονική ή συστημική σκέψη. Πολύ απλά, η καθημερινότητα ενός πιλότου της ΠΑ, ενός κυβερνήτη του ΠΝ, ενός διπλωμάτη και του επιβλέποντα πολιτικού τους - δηλαδή ατόμων που βιώνουν διαφορετικές πλευρές των ίδιων προβλημάτων - είναι αποσυνδεδεμένες. Σε ένα δημόσιο βεβαρημένο από το φόρτο εργασίας, τις οικονομικές δυσκολίες της κρίσης και τους περιορισμούς της γραφειοκρατίας, η άμεση σύνθεση διακλαδικής εικόνας ανάμεσα σε άσχετους μεταξύ τους φορείς είναι σχεδόν αδύνατη.
Η αρχή για το μεγαλεπήβολο σχέδιο θέσπισης νέας εθνικής στρατηγικής βρίσκεται στη λύση αυτού του επιμέρους προβλήματος και είναι η πρώτη φάση όλων των συμμετοχικών μοντέλων ανάλυσης συγκρούσεων και στρατηγικού σχεδιασμού. Αυτή η φάση περιλαμβάνει μια σειρά από «εργαστήρια» με τη συμμετοχή ατόμων, κατάλληλα επιλεγμένων από ένα ευρύ φάσμα ειδικοτήτων και εμπειριών, με σκοπό την ανταλλαγή γνώσεωνκαι απόψεων υπό την καθοδήγηση μιας εξειδικευμένης συντονιστικής ομάδας. Ανάλογα με το πόστο τους, αυτά τα άτομα έχουν μια εμπεριστατωμένη αντίληψη από συγκεκριμένα μέρη των δυναμικών προβλημάτων που αποκαλούμε εθνικά ζητήματα. Δηλαδή, κουβαλάνε μαζί τους κομμάτια του παζλ από το χθες και το σήμερα, τα οποία μεμονωμένα είναι αναξιοποίητα και ατελή, αλλά στο σύνολό τους μπορούν να συνθέσουν την αναγκαία ολιστική εικόνα που χρειαζόμαστε.
Έτσι, δεν περιοριζόμαστε στις επιμέρους ιδέες στρατηγικής τις οποίες παραθέτουν οι διάφοροι ειδικοί μέσα από το πρίσμα των προσωπικών τους γνώσεων, ιδεολογιών και κοσμοθεωριών. Αυτά τα «εργαστήρια» ζυμώνουν τις σκέψεις επιλεγμένων ειδικών, διπλωματών, στρατιωτικών, ακαδημαϊκών, επιχειρηματιών και άλλων σχετικών ειδικοτήτων, με τελικό σκοπό την «χαρτογραφήση» όλων των κύριων μορφών του προβλήματος και των διασυνδέσεών τους. Μόνο έχοντας αυτόν τον χάρτη στα χέρια μας μπορούμε να μιλάμε για στρατηγικό σχεδιασμό, που είναι η επόμενη φάση.
Η δεύτερη φάση πατάει πάνω στον ολιστικό χάρτη που παρήγαγε η πρώτη και θα έχει ως σκοπό τον εντοπισμό καίριων σημείων του προβλήματος και την παραγωγή καινοτόμων και ανατρεπτικών –γνωστών ως disruptive - ιδεών. Ιδεών που μπορούν να ανατρέψουν τον σχεδιασμό της υπάρχουσας στρατηγικής της Τουρκίας και των Σκοπίων με την χρήση καινοτομιών που θα μας κάνουν απρόβλεπτους παίκτες. Έτσι μόνο θα μπορέσουμε να ανακαταλάβουμε το πλεονέκτημα της πρωτοβουλίας, αλλάζοντας τις συνθήκες του παιχνιδιού και πλέον αποσκοπώντας όχι μόνο στην αντίδραση, αλλά στην αποτροπή και στην ενεργή διεκδίκηση.
Αυτό που περιγράφω είναι ο μόνος μεθοδικός τρόπος που μπορεί να παράγει ένα βαθιά μελετημένο αποτέλεσμα ξεπερνώντας τις δυο δυσκολίες που ανέφερα στην αρχή - την κατακερματισμένη γνώση και την αλαζονεία. Τα εργαστήρια αυτά θα λαμβάνουν χώρα χωρίς φώτα, κάμερες και ανακοινώσεις. Στο μυαλό μου τα φαντάζομαι σε χώρους τόσο συμβολικούς όσο και ουσιώδεις, ώστε οι συμμετέχοντες να αφήνουν το εγώ τους σπίτι και να νοιώθουν πάντα το βάρος του καθήκοντος που ξεπερνά τον καθένα τους, καθώς μοιράζονται και αναζητούν την γνώση. Αθήνα, Ανδραβίδα, Κακαβιά, Εύζωνοι, Θεσσαλονίκη, Έβρος, Λάρισα, Βόλος, Λήμνος, Χίος, Κάλυμνος, Μεγίστη, Λευκωσία - μέρη που κρύβουν άγιες λεπτομέρειες των εθνικών μας προβλημάτων και μπορούν να αποκαλύψουν και κάτι διαφορετικό στον κάθε συμμετέχοντα στα εργαστήρια.
Στις ΗΠΑ, αντίστοιχοι σχεδιασμοί γίνονται από δεξαμενές σκέψεις με άμεση επιρροή στην εκάστοτε κυβέρνηση - πολλές φορές δυστυχώς εξυπηρετώντας συγκεκριμένες ατζέντες παρά το δημόσιο συμφέρον - αλλά και από ειδικά τμήματα των Αμερικανικών υπηρεσιών που έχουν ενστερνιστεί εδώ και πολλά χρόνια την σημασία της συμμετοχικής, συστημικής και καινοτόμου σκέψης.
Το 2001, αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο Αμερικανός ναύαρχος, τότε μάλλον πλοίαρχος, Τζέιμς Σταυρίδης είχε να αντιμετωπίσει ένα αντίστοιχα πολύπλοκο πρόβλημα, ως ο πρώτος διοικητής του Deep Blue - της δεξαμενής στρατηγικής και τακτικής σκέψης του Αμερικανικού ΠΝ. Το ερώτημα για τον Σταυρίδη ήταν: Ποιος είναι ο νέος ρόλος του Αμερικανικού ΠΝ στην αντιμετώπιση νέων μορφών τρομοκρατίας; Ξέροντας πολύ καλά τους περιορισμούς των γραφειοκρατικών δομών του Πενταγώνου, ο Σταυρίδης προσπάθησε να κάνει το Deep Blue ένα προστατευμένο πυρήνα σκέψης με αξιωματικούς των οποίων το κοινό χαρακτηριστικό, εκτός της ευφυΐας και της γνώσης, ήταν η καινοτόμα σκέψη, η τάση προς ανατρεπτικές λύσεις και η τόλμη.
Σύμφωνα με την αφήγηση του ίδιου του Σταυρίδη στα απομνημονεύματά του, το Deep Blue παρήγαγε προχωρημένες για την εποχή ιδέες, όπως η διατήρηση των πολεμικών πλοίων στις θέσεις τους ανά το κόσμο και η αλλαγή πληρωμάτων αεροπορικώς, ή ο συνδυασμός χρήσης μη επανδρωμένων οχημάτων επιφανείας, υποθαλάσσια και εναέρια, ή η χρήση βιντεοπαιχνιδιών για την εκπαίδευση πληρωμάτων. Η εφαρμογή καινοτόμων ιδεών δεν είναι βέβαια εύκολη. Όπως επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο Σταυρίδης, μερικές από τις ιδέες τους έμειναν στα χαρτιά, ενώ άλλες απέτυχαν. Παρόλα αυτά, το όφελος είναι τεράστιο.
Τα παραπάνω μπορεί να φαντάζουν προοδευτικά ή ουτοπικά για τον Ελληνικό δημόσιο τομέα, αλλά στον ιδιωτικό και ειδικότερα σε τομείς όπως η τεχνολογία, αυτές οι αρχές έχουν αφομοιωθεί και αποτελούν τρόπο σκέψης και λειτουργίας. Εκεί, η συστημική σκέψη και η καινοτομία είναι απλά κουλτούρα.
Όπως είναι αντιληπτό, ένα υπουργικό συμβούλιο ή μια επιτροπή της βουλής είναι αδύνατο να επιτύχει όλα αυτά. Ούτε κάποιο υπουργείο μόνο του. Τι μορφή ακριβώς θα μπορούσε λοιπόν να έχει όλος αυτός ο σχεδιασμός στην Ελλάδα; Ίσως, ιδανικά, να μπορούσε κάποτε να συντονιστεί το Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού του Υπουργείου Εξωτερικών, με το πλέον καταργημένο Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων του Υπουργείου Άμυνας, αλλά και πάλι οι περιορισμοί θα ήταν σημαντικοί έως ανυπέρβλητοι.
Αυτό που προτείνω λοιπόν είναι η σύσταση ενός αντίστοιχου κέντρου σαν το Deep Blue που θα συνεργάζεται άμεσα με την Βουλή και σχετικούς κρατικούς φορείς, αλλά δεν θα υπάγεται όμως σε κάποιο υπουργείο. Αυτό το κέντρο θα αναφέρει αποκλειστικά στον εκάστοτε Πρωθυπουργό, για να μπορεί να μην περιορίζεται από την ιδιαίτερη ελληνική πραγματικότητα. Η μόνη απαίτηση για τον ή την Πρωθυπουργό στο μέλλον θα είναι να το χρησιμοποιεί για να αναζητά απαντήσεις και πάνω απ’ όλα να ακούει. Η υποχρέωση των συντονιστών του κέντρου θα είναι η παραγωγή στρατηγικών και τακτικών προτάσεων βασισμένων στην συλλογική μας γνώση, η οποία είναι ίσως το πιο αναξιοποίητο κεφάλαιο της χώρας μας.
Το όνομα αυτής της δομής δεν έχει σημασία. Δεν θα έχει λογότυπο. Τα μέλη της δεν θα έχουν κάρτες και δεν θα κάνουν τσεκ ιν στο φέισμπουκ, ούτε θα ανεβάζουν φωτογραφίες και αναρτήσεις για το πόσο σπουδαίο είναι το έργο τους. Και ό,τι παράγουν δεν θα είναι δικό τους. Θα ανήκει εκεί που πρέπει, σε οποίον καλείται να δώσει μορφή στις διάφορες συνιστώσες των ιδεών τους. Τις επιτυχίες τους, θα τις γιορτάζουν σιωπηλά και τις αποτυχίες τους θα τις κουβαλάνε μαζί τους - όχι μόνο ως βάρος, αλλά κυρίως ως μάθημα, με την υποχρέωση να τις αξιοποιήσουν. Πιθανώς, δεν θα ακούσουν ποτέ ούτε ένα ευχαριστώ. Όχι μόνο διότι δεν χρειάζεται, αλλά γιατί κάποιους ειδικούς σκοπούς, μπορείς είτε να τους υπηρετείς ή να πάρεις τα εύσημα δημοσίως για την επίτευξή τους. Και τα δυο ταυτόχρονα δεν γίνεται.
* Ο κ. Νικόλας Κατσίμπρας διδάσκει στα προγράμματα επίλυσης συγκρούσεων του πανεπιστημίου Columbia της Νέας Υόρκης και του City University of NY, είναι σύμβουλος στρατηγικού σχεδιασμού και ανάλυσης συγκρούσεων και πρώην αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου