Μια προσωπική ιστορία Αμεσοδρασίτη στα πρώτα του χρόνια.. Υπηρεσίας.
Βγαίνοντας από τη σχολή Αστυφυλάκων, στα τέλη Οκτωβρίου 2006, τοποθετήθηκα στη Διεύθυνση Άμεσης Δράσης Αττικής. Αφού ολοκλήρωσα την εκπαίδευσή μου και το «αγροτικό» μου ως τρίτος – σφήνα πληρώματος, βγήκα συνοδός. Πρέπει να ήταν αρχές Δεκεμβρίου του 2006 και η τέταρτή μου ημέρα ως συνοδός. Είχε προηγηθεί μία «άγρια» επέτειος Πολυτεχνείου (πρώτη για εμένα) και ακόμη βρισκόμουν στη φάση του να μαθαίνω πως μπορεί κάποιος να πάει από την πλατεία Συντάγματος σε αυτήν της Ομόνοιας…
Εκείνη την ημέρα δούλευα στη μεσημεριανή βάρδια, ως συνοδός του Α5-1. Αμπελόκηποι, Εξάρχεια, Γκύζη… Ο καιρός ήταν λίγο βροχερός, μια τρομερή υγρασία και παγωνιά είχε καλύψει τα πάντα και αφού νύχτωσε από τις 17:30, η ορατότητα ήταν πολύ χαμηλή. Η ροή του Α΄ κέντρου ήταν ομαλή προς αυξημένη, αλλά ήρεμη. Η ώρα 19:30 περίπου… Ξαφνικά ο τόνος του εκφωνητή ανέβηκε: «Α5-1, όχημα Εξαρχείων, σύντομα στη συμβολή οδών (…), άτομα σέρνουν έτερο αιμόφυρτο εντός εγκαταλελειμμένου κτιρίου». Είχα πάει ήδη και σε πιο δύσκολα σήματα, αυτό πάντως ήταν σίγουρα το πιο «περίεργο» ως τότε.
Κινηθήκαμε σβέλτα μέσα στα στενά των Εξαρχείων και φτάσαμε σχεδόν ταυτόχρονα με το Εξαρχείων, έξω από ένα γωνιακό μισογκρεμισμένο κτίριο τεσσάρων ορόφων. Ένας άνδρας μας φώναξε από απέναντι μπαλκόνι: «κάποιοι μπήκαν μέσα και ο ένας ήταν πολύ ματωμένος». Το κτίριο, άλλοτε πολυκατοικία(;), ήταν μισογκρεμισμένο, πολύ σκοτεινό και θυμάμαι χαρακτηριστικά πως το πάτωμα ήταν γεμάτο σκουπίδια, σύριγγες, ακαθαρσίες κλπ. Μια σκάλα τύπου σαλίγκαρος, σκουριασμένη και ετοιμόρροπη έχασκε στη μία πλευρά, ενώνοντας τους θεοσκότεινους ορόφους και καταλήγοντας κάθε φορά σε μικρό μπαλκονάκι κουζίνας. Βγαίνοντας από τη σχολή Αστυφυλάκων, στα τέλη Οκτωβρίου 2006, τοποθετήθηκα στη Διεύθυνση Άμεσης Δράσης Αττικής. Αφού ολοκλήρωσα την εκπαίδευσή μου και το «αγροτικό» μου ως τρίτος – σφήνα πληρώματος, βγήκα συνοδός. Πρέπει να ήταν αρχές Δεκεμβρίου του 2006 και η τέταρτή μου ημέρα ως συνοδός. Είχε προηγηθεί μία «άγρια» επέτειος Πολυτεχνείου (πρώτη για εμένα) και ακόμη βρισκόμουν στη φάση του να μαθαίνω πως μπορεί κάποιος να πάει από την πλατεία Συντάγματος σε αυτήν της Ομόνοιας…
Εκείνη την ημέρα δούλευα στη μεσημεριανή βάρδια, ως συνοδός του Α5-1. Αμπελόκηποι, Εξάρχεια, Γκύζη… Ο καιρός ήταν λίγο βροχερός, μια τρομερή υγρασία και παγωνιά είχε καλύψει τα πάντα και αφού νύχτωσε από τις 17:30, η ορατότητα ήταν πολύ χαμηλή. Η ροή του Α΄ κέντρου ήταν ομαλή προς αυξημένη, αλλά ήρεμη. Η ώρα 19:30 περίπου… Ξαφνικά ο τόνος του εκφωνητή ανέβηκε: «Α5-1, όχημα Εξαρχείων, σύντομα στη συμβολή οδών (…), άτομα σέρνουν έτερο αιμόφυρτο εντός εγκαταλελειμμένου κτιρίου». Είχα πάει ήδη και σε πιο δύσκολα σήματα, αυτό πάντως ήταν σίγουρα το πιο «περίεργο» ως τότε.
Η εσωτερική σκάλα ήταν γκρεμισμένη από ένα σημείο και μετά. Αποφασίσαμε να ανεβούμε εξωτερικά, εγώ και οι δύο συνάδελφοι του Εξαρχείων, καθώς ο οδηγός μου ήταν αρκετά βαρύς και ο σαλίγκαρος αρκετά «ευαίσθητος». Ανεβαίναμε εναλλάξ, καθώς η σκάλα δε μας άντεχε όλους ταυτόχρονα. Φτάνοντας ο πρώτος σε όροφο, ασφάλιζε και ανέμενε τον επόμενο κ.ο.κ. Η σκάλα είχε νωπό αίμα στην κουπαστή… Ακολουθώντας τα αίματα, φτάσαμε στον τρίτο όροφο, εγώ με έναν ακόμη. Ο τρίτος έμεινε στον δεύτερο όροφο για να ασφαλίσει τα μετόπισθεν, καθώς είχαμε πολλές «βρώμικες» περιοχές πίσω μας. Έξω από τον τρίτο όροφο και πατώντας πάνω στο επίσης ετοιμόρροπο μπαλκονάκι της κουζίνας, είδαμε «παλάμες» με αίμα στον τοίχο. Αντιληφθήκαμε ότι τα άτομα εισήλθαν από εδώ, ειδοποιήσαμε τους υπόλοιπους και κάναμε μια μικρή συνεννόηση για τον τρόπο εισόδου.
Θυμάμαι ότι μόλις είχα αγοράσει έναν φακό Streamlight Scorpion, ο οποίος ήταν από τους πρώτους led και είχε ισχύ γύρω στα 100 lumens. Αστεία ισχύς για τα σημερινά δεδομένα, τότε όμως ήταν υπόθεση. Άθραυστος και αδιάβροχος… Ο συνάδελφος είχε έναν maglite. Μπαίνοντας, είδαμε αμέσως έναν άνδρα με μακριά μαλλιά στο βάθος απέναντί μας, πλάτη, να ακουμπά με τα χέρια σε κάτι σαν πάγκο, λαχανιασμένος. Κίνηση, εντολές, φωνές, χαμός. Θυμάμαι ήμασταν σε κάτι μεταξύ Harries και υψηλή ετοιμότητα, εγώ με USP Standard, ο άλλος με ένα Glock. Απόσταση, φωνές, εντολές. Ο «μαλλιάς» δεν ανταποκρινόταν. Κάποια στιγμή, γύρισε, μας κοίταξε και δεν έκανε τίποτε απ’ ό,τι του λέγαμε. Ταυτόχρονα, αριστερά του πρόσεξα ένα πόδι να προεξέχει από άνοιγμα πόρτας (χωρίς πόρτα πλέον), το οποίο οδηγούσε σε άλλο δωμάτιο. Κινούμαι προς τα εκεί, κόψιμο με κάτι σαν πίτα… Άνδρας ημικαθισμένος προς πεσμένος στο έδαφος, χτυπημένος κι αυτός. Θυμάμαι μες στα σκοτάδια το πρόσωπό του παραμορφωμένο από ξυλοδαρμό. Τα μάτια του κλειστά από το πρήξιμο… Ξανά εντολές, φωνές και χαμός. Το σκοτάδι μεγεθύνει τα πάντα…
Μεταξύ αυτών και το στρες. Αντιληφθήκαμε ότι είναι αλλοδαποί. Πολωνοί είπε ο συνάδελφος. Έχοντας ενημερώσει για Ε.Κ.Α.Β., αναπροσαρμοστήκαμε και τους ελέγξαμε σταδιακά. Αν και πιωμένοι οι Πολωνοί, ήταν συνεργάσιμοι. Με μίξη σπαστών αγγλικών, ελληνικών και πολωνικών, καταλάβαμε ότι νωρίτερα είχαν συμπλοκή με Αλβανούς στην πλατεία Εξαρχείων, οι οποίοι τους κυνηγούσαν και αυτοί βρήκαν καταφύγιο στο κτίριο – φάντασμα. Πράγματι, ήταν πολύ «ατμοσφαιρικό» κτίριο. Γυρνώντας προς τα πίσω για να βγω στο μπαλκονάκι και να συνεννοηθώ με τους «κάτω» για το πώς θα κατεβάζαμε τους Πολωνούς, ειδικά τον τραυματία, πάγωσα. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που αντίκριζα και πραγματικά μπλόκαρα για μερικά αρκετά δευτερόλεπτα. Στη δεξιά «βαθιά» γωνία του ανοίγματος (άλλοτε μπαλκονόπορτας κουζίνας) απ’ όπου είχαμε μπει, στεκόταν ένας τρίτος άνδρας, ομοίως με αίματα, ο οποίος με κοίταζε σιωπηλός μέσα στα μάτια. Ξεμπλόκαρα, ειδοποίησα τον συνάδελφο, ξανά φωνές, εντολές, χαμός… 200 παλμοί. Ο τρίτος Πολωνός στεκόταν εκεί από την αρχή, μας παρακολουθούσε κι εμείς δεν τον αντιληφθήκαμε ποτέ.
Κατά την είσοδό μας, δεν ενεργήσαμε ποτέ το «καθάρισμα βαθιάς γωνίας» του βήματος 2, λόγω του οπτικού τούνελ – χωνιού που μας δημιούργησε η εικόνα του «μαλλιά».
Κάποτε ένας πιλότος μαχητικών μου είχε πει: «Όταν ξεκινάς έχεις δύο σάκους. Έναν γεμάτο, ο οποίος γράφει πάνω «τύχη» και έναν άδειο, ο οποίος γράφει επάνω «εμπειρία». Φρόντισε να γεμίσεις τον σάκο με την εμπειρία, προτού να σου αδειάσει αυτός με την τύχη…»
Δεν ξέρω αν έφταιξε η απειρία, η λίγη εκπαίδευση, το οπτικό τούνελ – χωνί του πρώτου Πολωνού που μας «ρούφηξε», το σκοτάδι, το στρες, το ετοιμόρροπο κτίριο κλπ… Μάλλον έφταιξαν όλα μαζί και από λίγο. Το σίγουρο είναι ότι στη δουλειά μας – στη σκληρή πραγματικότητα του πεζοδρομίου δε συγχωρούνται λάθη. Το γεγονός ότι πολύ νωρίς στην καριέρα μου υπήρξα «έρμαιο» κάποιου τύπου σε μια σκοτεινή «βαθιά» γωνία, ο οποίος απλώς έτυχε να μη θέλει να μας πλήξει, με σημάδεψε, με καθόρισε και με έκανε να αντιληφθώ τη σημασία των τακτικών και τον μοναδικό δρόμο για την ορθή εφαρμογή τους. Την εκπαίδευση…
_______________
* Γράφει ο Λάμπρος Δημητρέλος, policenet.gr
nantiareport.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου