Ποιος είναι και πού χρωστάει τη δημοφιλία του ο πιο αναγνωρίσιμος αστυνομικός της ΕΛ.ΑΣ.;Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 τρεις ήταν οι σημαντικότεροι λόγοι για να μπει κάποιος στο κτίριο της περίφημης ΓΑΔΑ, στη Λ. Αλεξάνδρας. Να δούλευε σε κάποια υπηρεσία της είτε ως ένστολος είτε ως πολιτικό προσωπικό, να είχε συλληφθεί για κάποιο λόγο και να πήγαινε κατ’ ευθείαν για τα «περαιτέρω» ή να έκανε αστυνομικό ρεπορτάζ σε κάποια εφημερίδα, γιατί τότε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις μόλις είχαν αρχίσει να κινούνται και, φυσικά, προτιμούσαν ανθρώπους των εφημερίδων. Άλλες εποχές τότε, από όλες τις απόψεις
Ακόμα και τα δικαιώματα των κρατουμένων ήταν φύλλο και φτερό αφού για λόγους προβολής του αστυνομικού έργου ίσχυε η πρακτική των λεγόμενων «παρουσιάσεων». Σε μια δυο καρέκλες ο κρατούμενος ή οι κρατούμενοι, μπροστά τους οι δημοσιογράφοι με τα κασετοφωνάκια, τα μπλοκάκια, λίγο αργότερα φύτρωσαν και τα μπουκέτα με τα μικρόφωνα. Ερωτήσεις, άλλοτε πράγματι ευφάνταστες κι άλλοτε τύπου «μετανιώσατε» –αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα–, μετά ο λόγος στους διευθυντές και τους προϊσταμένους και το πανηγύρι έληγε κάπου εκεί.
Σε μία από αυτές τις «παρουσιάσεις» γνώρισα τον Μανώλη Σφακιανάκη. Αυτόν που τώρα πρωταγωνίστησε σε ακόμα ένα επεισόδιο του σίριαλ των κυβερνητικών χειρισμών σε θέματα που μόνο λίγοι φαίνεται να αντιλαμβάνονται την ανάγκη για ευαίσθητο χειρισμό τους, ακόμα και υπό τη λαϊκίστικη εκδοχή. Του ανθρώπου που φέρεται ως ο πιο αναγνωρίσιμος αστυνομικός της ΕΛ.ΑΣ. και μάλιστα σε ένα κοινό που όχι μόνο ποικίλλει αλλά αγγίζει όλες, μα όλες, τις φυλές των Ελλήνων. Από πιτσιρικάδες που κοκαλώνουν τους εγκεφάλους μπροστά στις οθόνες, μέχρι τους παππούδες που το πιο τεχνολογικά εξελιγμένο που έχουν κάνει είναι γράψουν σε χαρτάκι το PIN για την κάρτα και να περιμένουν τα παιδιά τους να βγάλουν τη σύνταξη από το ΑΤΜ. Γράφτηκαν πολλά αυτές τις μέρες. Και αγιογραφίες, λες και ο Σφακιανάκης είναι εκπρόσωπος του διαδικτυακού Θεού στη γη, αλλά και κακίες. Όπως γίνεται σχεδόν πάντα, δηλαδή…
Πίσω στις αρχές του ’90. Νεαρός αξιωματικός του τμήματος δίωξης οικονομικού εγκλήματος αυτός, νεαρός δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ της «Ελευθεροτυπίας» εγώ. Με αρκετά κιλά λιγότερα, κι οι δυο μας, με πιο ζωηρά βλέμματα και κινήσεις, ο Σφακιανάκης έστεκε όρθιος, μαζί με κάποιους άλλους αστυνομικούς, δίπλα στον τότε διοικητή Ασφαλείας, ο οποίος είχε καλέσει τους δημοσιογράφους για να παρουσιάσει την «εξάρθρωση» μια σπείρας που «είχε γεμίσει την αγορά με πλαστά πεντοχίλιαρα». Είπαμε, άλλες εποχές τότε. Ο τότε διοικητής, ένας παραδοσιακός μπάτσος με μουστάκι, βαριά προφορά και σταυρωτό μαύρο σακάκι και γραβάτα που έκανε πολλές προσπάθειες να παραμείνει χρωματικά σοβαρή, προσπαθούσε να πείσει ότι «όπως φαίνεται και από τα κατασχεμένα, η σπείρα εξαρθρώθηκε στο σύνολό της». Το βλέμμα του Σφακιανάκη έπαιξε κάπως μόλις το άκουσα και τα μάτια όλων έπεσαν στα «κατασχεμένα».
Ένα σύστημα υπολογιστή, μια οθόνη τεράστια, ένα κουτί σαν κομοδίνο, μια πλαστική σκάφη –κανείς δεν κατάλαβε τι ρόλο είχε–, ένας ογκώδης εκτυπωτής και κάτι φύλλα εκτυπώσεων. «Με όλα αυτά παρήγαγαν αντίγραφα χαρτονομισμάτων και είχαν γεμίσει την αγορά, ευτυχώς όμως συνελήφθησαν όλοι και κατασχέθηκε ολόκληρος ο εξοπλισμός» είπε ο διοικητής. Σήκωσα το χέρι για να κάνω ερώτηση, σχεδόν πιτσιρικάς, με μια καλή –για την εποχή– τριβή με τους υπολογιστές, με όρεξη να κάνω κι εγώ το κομμάτι μου: «Δεν τους έχετε πιάσει όλους, κ. διοικητά» είπα με ένα κάπως εξυπνακίστικο ύφος: «Με κάποιον τρόπο σκάναραν ή φωτογράφισαν τα πεντοχίλιαρα και τα πέρασαν στον υπολογιστή για να τα τυπώσουν, σας λείπουν κομμάτια…».
Ο διοικητής, όχι και τόσο ψύχραιμος, γύρισε προς την πλευρά του νεαρού Σφακιανάκη αναζητώντας με νεύματα μια κάποια υποστήριξη για να απαντήσει στον εξυπνάκια ρεπόρτερ. Και ο Σφακιανάκης, τότε, είπε χαμηλόφωνα, αν κατάλαβα καλά από το ύφος του: «Σας το είπα, κ. διοικητά, λείπουν ακόμα κάποια πράγματα…». Με κάποιον τρόπο που έμοιαζε με το γνωστό «οι έρευνες συνεχίζονται», ο διοικητής τα μπάλωσε.
Μόλις τέλειωσε η «παρουσίαση» ο Σφακιανάκης με πλησίασε και αφού μου είπε να περάσω από το γραφείο του για έναν καφέ μού έσφιξε το χέρι. Κάτι δεν ταίριαζε, όμως, με το κτίριο και το κλίμα, γενικώς. Δεν ήταν η κρύα και ψυχρή χειραψία του μπάτσου, σαν αυτή του ιατροδικαστή, άκαμπτη και παγωμένη σαν κατεψυγμένο ψάρι. Ούτε και εκείνο το είδος της γλοιώδους χειραψίας, ιδρωμένης, που σου κουνά το χέρι πάνω κάτω, δήθεν «χάρηκα πάρα μα πάρα μα πάρα πολύ». Ήταν κάτι πιο ευθύ, τίμιο και κυρίως πολύ δυνατό, σαν φιλική τανάλια που ήξερε μόνο έναν τρόπο να σφίγγει χέρια, όταν εκτιμούσε ότι ανήκαν σε άνθρωπο που μπορούσαν να μιλήσουν την ίδια γλώσσα και να συνεννοηθούν. Ήταν η εποχή που η ελληνική αστυνομία έπρεπε με κάθε τρόπο να ξεκολλήσει από όλα όσα ήξερε μέχρι τότε, με πρώτο δεδομένο ότι ένας καλός κλέφτης δεν χρειαζόταν μόνο μια αρμαθιά αντικλείδια αλλά και το password… Κι εκείνη την εποχή, ο νεαρός και φιλόδοξος –φαινόταν και αυτό στα μάτια του– αστυνομικός από την Κρήτη, είχε πιάσει μία από τις πρώτες θέσεις για να ανοίξει και να μπει στο μεγάλο παγκόσμιο δωμάτιο της αστυνομικής έρευνας. Έχοντας υιοθετήσει τη φράση του Μαρξ από τον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου»: «Θα υπήρχαν άραγε τόσο καλές κλειδαριές αν δεν υπήρχαν τόσο καλοί κλέφτες;».
Κανείς μας δεν ήταν σε θέση να πολυκαταλάβει τότε, τι ήταν αυτό που άνοιγε στο Internet και πού θα οδηγούσε, τι θα έφερνε στον πλανήτη, τι στην Ελλάδα. Τι σήμαινε δικτυωμένη κοινωνία, και τι σήμαινε έγκλημα σε αυτή την κοινωνία. Το μόνο που συμφωνούσαμε όλοι ήταν ότι επρόκειτο για κάτι καινούργιο και δεν έπρεπε να το αφήσουμε να μας προσπεράσει. Μόνο η διαίσθηση ήταν αυτή που μετρούσε. Και αυτό έκανε και ο Μανώλης Σφακιανάκης. Δεν ξέρω αν έχει διαβάσει ποτέ αυτό που είχε πει ο κοινωνιολόγος Ρόμπερτ Κ. Μέρτον, που από το 1950 είχε κωδικοποιήσει τους βασικούς τρόπους με τους οποίους οι «ομάδες αναφοράς» επηρεάζουν τα μέλη τους. Με συγκριτικές επιδράσεις, στο πώς δηλαδή ο άνθρωπος αξιολογεί τον εαυτό του. Με επιδράσεις επιρροής, πώς δηλαδή οι άλλοι υπαγορεύουν συμπεριφορές και στάσεις ή και τα δύο μαζί. Ό,τι και αν είχε διαβάσει μέχρι τότε, ο Σφακιανάκης και όλοι εμείς που τρέξαμε εκείνη την εποχή να προλάβουμε να ανέβουμε στο τρένο της πληροφορικής –ο καθένας για τους δικούς του λόγους– είχαμε σίγουρα καταλάβει ότι πλέον ο κόσμος δεν θα ήταν τόσο μικρός όσο πιστεύαμε. Αργότερα μάθαμε ότι αυτό λεγόταν «think forward»…
Το έχει αυτό o συγκεκριμένος αστυνομικός, όσο και αν διαφωνείς ή συμφωνείς μαζί του. Γιατί και αυτό το καταλαβαίνεις από το ύφος του, την ώρα που του μιλάς. Ακούει, σε κοιτάζει, δείχνει να σε προσέχει αλλά έχεις την αίσθηση ότι τα μάτια του κοιτάζουν και αλλού ταυτοχρόνως. Σαν να διαπερνούν το πρώτο είδωλο που είσαι εσύ και παράλληλα εστιάζουν πίσω από σένα σαν να αναζητούν σε τι θα μπορούσε να μεταμορφωθεί αυτό που του λες. Είναι ίδιον των ανθρώπων που δεν ευχαριστιούνται με αυτό που έχουν εκείνη την ώρα αλλά με αυτό που θα μπορούσαν να αποκτήσουν ή να δημιουργήσουν βάσει αυτού που τους λες. Ιδίως όταν δεν είσαι από εκείνους τους φλύαρους που προσπαθούν με γλωσσικά και υφολογικά νύχια και δόντια να αποδείξουν ότι ξέρουν χωρίς να ξέρουν, σαν καρικατούρες διανοούμενων σε καφενεία. Είναι ένα από τα μεγάλη άγχη του Σφακιανάκη αυτό, να μην εμπλέκεται σε κάτι που δεν γνωρίζει και αν είναι αναγκασμένος να το κάνει, φροντίζει πάντα να μαθαίνει καλά αυτό που του λες, ακόμα και αν δεν μπορεί να μπει στην ουσία για διάφορους λόγους, σε ακούει με προσοχή δείχνοντάς σου ότι του λες κάτι σημαντικό. Η επικοινωνία, άλλωστε, είναι κάτι που ανέκαθεν έπαιζε στα δάχτυλα, όχι με την υποκριτική εκδοχή αλλά υπό την εκδοχή του αναγκαίου εργαλείου για τη δουλειά του. Όλη αυτή η περιγραφή δεν αναφέρεται σε κάποια απογειωμένη, καβαλημένη προσωπικότητα που διαφημίζεται ως ιδιοφυΐα. Όχι, είναι χαρακτηριστικό κάθε ανθρώπου που δεν κρύβει τις φιλοδοξίες του να κυριαρχήσει σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα αλλά ξέρει και να προφυλάσσει τον εαυτό του από την υπερβολική έκθεση στη δημοσιότητα. Ενίοτε αποδεικνύοντας ότι είναι αναγκασμένος να το κάνει εντός ενός πολύ συγκεκριμένου συστήματος.
Το βιογραφικό του γνωστό πάνω κάτω, κάνει το γύρο του Internet, που λέει και το κλισέ. Γεννήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1963 στο χωριό Σπηλιά Κισσάμου στα Χανιά της Κρήτης. Γιος παπά, του πατέρα Ευάγγελου, που τον έχασε πριν από τρία χρόνια, και της πρεσβυτέρας Μαρίας. Ο πατέρας του ήταν ένα από πιο δραστήριους ανθρώπους της εκκλησίας στην Κρήτη. Είχε φτιάξει τουλάχιστον 15 εκκλησίες, ξενώνες απόρων, είχε ανακαινίσει ερημοκλήσια ξεχασμένα από τον Θεό, είχε μια πλούσια προσφορά στην τοπική κοινωνία αλλά και προσωπική ξεχωριστή σχέση με τη φύση. Ο Μανώλης έχει άλλα δύο αδέρφια, την Ολυμπία και τον Μιχάλη. Τέλειωσε το σχολείο στα Χανιά και αμέσως μετά άρχισε να σπουδάζει Ανάλυση και Προγραμματισμό Ηλεκτρονικών Υπολογιστών στην Αθήνα. Το 1982 μπήκε στη Σχολή Ενωμοταρχών και το 1986 στην Σχολή Υπαστυνόμων. Έκλεισε τα τριάντα στην αστυνομία και τα περισσότερα από τα μισά ασχολείται με τα ηλεκτρονικά εγκλήματα. Δεν πήγε, όμως, ουρανοκατέβατος εκεί. Υπηρέτησε αρχικά στη Ρόδο όπου ασχολήθηκε με το αστυνομικό πεζοδρόμιο, ναρκωτικά, διαρρήξεις, αρχαιοκαπηλίες, ληστείες και άλλα ταπεινά, μπροστά στα κυβερνοεγκλήματα. Κάποια στιγμή μετατέθηκε στη Χαλκιδική. Αργότερα υπηρέτησε και στη θέση του διοικητή Ασφαλείας στο τμήμα του Κολωνακίου, μέχρι να αρχίσει να φουντώνει το μικρόβιο με τους υπολογιστές.
Το βιογραφικό του αναφέρει: «Εκπαιδεύτηκε στο Λονδίνο στο έγκλημα που αφορά το πλαστικό χρήμα (plastic crime) και στο FΒΙ σε θέματα σχετικά με την τρομοκρατία στο Διαδίκτυο (cyber terrorism). Από το 1995 έως το 2011 υπηρέτησε στη Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής και στο Τμήμα Οικονομικών Εγκλημάτων, υπεύθυνος για τη Δίωξη του Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Από το 2011 υπηρετεί στην Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος και είναι επικεφαλής της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Έχει χειριστεί χιλιάδες υποθέσεις που αφορούν το κυβερνοέγκλημα. Έχει λάβει πολλές τιμητικές διακρίσεις, μεταξύ άλλων, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την προσφορά του, από τον υπουργό Παιδείας για αποτροπή ανήλικου μαθητή από αυτοκτονία, από τον υπουργό Οικονομικών ως ένας από τους καλυτέρους μάνατζερ στο δημόσιο τομέα, από το FΒΙ δυο φορές για την προσφορά του στη διερεύνηση-εξιχνίαση κυβερνοεγκλημάτων που αφορούσαν παιδική πορνογραφία, από το Χαμόγελο του Παιδιού για την πάταξη του φαινομένου της παιδικής πορνογραφίας, από την Επιστημονική Ένωση Δικηγόρων e-Themis κ.λπ. Είναι επίσης καθηγητής στην Αστυνομική Ακαδημία».
Πού χρωστάει, όμως αυτή τη δημοφιλία του ο Μ. Σφακιανάκης; Ο Ν. Τόσκας, ο υπουργός Άμυνας που είχε φωτογραφηθεί μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του με κολλημένο post-it με το password «ipourgos1234», τον έκρινε από το βήμα της Βουλής: «Κάνει δημόσιες σχέσεις». Κάποιοι είπαν ότι καλά τα είπε ο υπουργός ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ως στρατιωτικός δεν έχει διπλωματικούς τρόπους για να εκφράσει αυτό που θέλει. Πολλά τα σενάρια. Θεωρείται βέβαιον ότι ο Μανώλης Σφακιανάκης δεν είναι ο μέσος όρος του Έλληνα αστυνομικού. Πολλοί είναι οι υψηλόβαθμοι συνάδελφοί του που δεν είχαν την ίδια εξέλιξη με αυτόν. Κάποιοι πράγματι δεν είχαν τις ικανότητες, κάποιοι τις είχαν αλλά δεν κατορθώθηκε να τις δείξουν και να πείσουν την όποια ηγεσία, κάποιοι εξαιρετικά ικανοί έπεσαν θύματα της άκρατης κομματικοποίησης της ΕΛ.ΑΣ., ένα εποχικό φαινόμενο – κάθε Φεβρουάριο και Μάρτιο που εξελίσσονται οι ετήσιες κρίσεις. Κάποιοι, που βρέθηκαν στα σπίτια τους με πλούσιο έργο πίσω τους, είναι τρανταχτά παραδείγματα αδικίας ή άλλων μυστηριωδών τακτικισμών και σπέκουλας, που δεν είναι χαρακτηριστικό συγκεκριμένου πολιτικού χώρου στην Ελλάδα. Είναι αλήθεια, όμως, ότι ο Μαν. Σφακιανάκης έχει επιζήσει και έχει εξελιχθεί υπηρεσιακά με όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών. Χρόνια κατά τα οποία κατέχει υψηλό βαθμό. Για τα δεδομένα της ΕΛ.ΑΣ. αυτό είναι το αξιοπερίεργο. Ο ίδιος το αποδίδει στα… στατιστικά του. Όσο, φυσικά, παίζουν ρόλο στο είδος της χώρας όπου ζούμε. Τι έλεγε αυτές τις μέρες σε φίλους και γνωστούς;
-Έχουμε σώσει περισσότερα από 640 παιδιά από αυτοκτονίες, όπως τουλάχιστον ανέφεραν στις αναρτήσεις τους. Μαζί με τους ενήλικους ξεπερνούν τις 1.200 οι περιπτώσεις αναφορών ή υπονοούμενων για αυτοκτονίες στις οποίες έχουμε επέμβει σε συνεργασία με άλλους φορείς και ειδικούς επιστήμονες.
-Έχω κάνει περισσότερες από 12.000 επιτυχημένες έρευνες στο διαδίκτυο για διάφορα κυβερνοεγκλήματα. Πιστωτικές κάρτες, διακίνηση υλικού παιδικής πορνογραφίας, αναβολικά, παράνομες συναλλαγές, σπασίματα λογαριασμών, bullying, κατασκοπεία, παραβίαση εμπορικού απορρήτου, πνευματικά δικαιώματα και δεκάδες άλλα.
-Έχω εμπλακεί και έχω βοηθήσει σε όλες τις μεγάλες υποθέσεις που έχουν απασχολήσει την ελληνική πολιτεία και δικαιοσύνη τα τελευταία χρόνια.
-Έχω λίστα με περισσότερους από 1.000 παιδόφιλους στην Ελλάδα και όχι μόνο.
Είναι αλήθεια ότι όποια πέτρα της βαριάς ειδησεογραφίας των τελευταίων ετών και αν σηκώσεις, όλο και κάποια ίχνη έχει αφήσει η υπηρεσία του Σφακιανάκη. Άλλοτε καθοριστικά και άλλοτε βοηθητικά. Στην υπόθεση της αυτοκτονίας του Τσαλικίδη (Vodafone – σκάνδαλο υποκλοπών). Στην υπόθεση Siemens (αρχεία Χριστοφοράκου). Μεγάλες υποθέσεις φοροδιαφυγής. Λίστα Λαγκάρντ, στικάκι Παπακωνσταντίνου. Στις υποθέσεις παιδοφιλίας που έχουν πάει και στη Βουλή και προκάλεσαν υπουργική πρωτοβουλία από τον τότε υπουργό Παιδείας Αν. Λοβέρδο. Στην υπόθεση με τις καταγγελίες Χαϊκάλη κατά την οποία μετά από την αστυνομική έρευνα αποκαλύφθηκε ότι οι καταγγελίες του ηθοποιού ήταν… αέρας κοπανιστός. Η εμπλοκή της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος στην υπόθεση λέγεται ότι έκανε τον Πάνο Καμμένο έξαλλο με τον Μαν. Σφακιανάκη. Η κόντρα έμεινε σε χαμηλούς τόνους και κάποιες πληροφορίες λένε ότι οι σχέσεις των δύο, τυπικά τουλάχιστον, αποκαταστάθηκαν. Κάποιοι συνδυάζουν, πάντως, την υπόθεση Χαϊκάλη με την τωρινή προσπάθεια να φύγει από τη θέση του ο Μ. Σφακιανάκης.
Έχει εμπλακεί και σε πολλές άλλες υποθέσεις, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον αλλά «πιασάρικες» και αμφιλεγόμενες για τα ελληνικά media. Παστίτσιος, Indymedia. Η τελευταία ήταν η σύλληψη ενός χρήστη του Facebook που φερόταν να προσέβαλλε τους νεκρούς κατά την πρόσφατη πτώση του ελικοπτέρου. Και πολλά πολλά άλλα. Και επειδή σκοπός μας δεν είναι να φτιάξουμε λίστα με τις επιτυχίες του Μαν. Σφακιανάκη αλλά να δούμε κάποιες πτυχές του τρόπου δουλειάς του, ας σταθούμε λίγο σε δύο βασικές δραστηριότητες της καριέρας του τόσο ευαίσθητες αλλά και ικανές να στοιχειοθετήσουν επικρίσεις εις βάρος του για υπερβολές και υπερπροβολή στα media. Τη σύλληψη χρηστών του διαδικτύου για διακίνηση υλικού παιδικής πορνογραφίας και παιδοφιλία καθώς και τις παρεμβάσεις της υπηρεσίας του σε περιπτώσεις «ηλεκτρονικών» υπονοιών για αυτοκτονία.
Πρέπει να έχουν περάσει τουλάχιστον δέκα-δώδεκα χρόνια από τότε. Στο email είχε φτάσει ακόμα ένα δελτίο τύπου για σύλληψη ενός ανθρώπου για διακίνηση υλικού παιδικής πορνογραφίας. Του τηλεφώνησα. «Ρε συ Μάνο, μήπως είσαι λίγο υπερβολικός; Για δύο φωτογραφίες; Αφού ξέρεις πόσο εύκολο είναι να βρεθούν στον υπολογιστή του οποιουδήποτε για πλάκα…» Δεν μίλησε. «Που είσαι;» με ρώτησε. «Στην εφημερίδα» απάντησα. «Δεν περνάς μια βόλτα από εδώ…» είπε. «Γιατί;» ρώτησα. «Έλα και θα σου πω…». Πήγα, όχι με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σκεφτόμουν ότι απλώς θα ήθελε να μου θυμίσει όσα είχαμε πει εκατοντάδες φορές. Τα αυτονόητα.
«Κάτσε…» μου είπε δείχνοντάς μου μια καρέκλα απέναντί του. «Επιμένεις σε αυτά που μου είπες στο τηλέφωνο;» «Ναι, επιμένω, μη γίνεσαι υπερβολικός». Αντί να μου απαντήσει, σηκώθηκε από το γραφείο του, κλείδωσε την πόρτα και ξανακάθισε. Άνοιξε ένα συρτάρι και τράβηξε έξω ένα φάκελο. «Δες και πες μου…» Άνοιξα το φάκελο και τράβηξα τις εκτυπωμένες φωτογραφίες. «Αυτές βρήκαμε στον υπολογιστή του παιδόφιλου». Τις πέρασα μια γρήγορη, σαν χαρτιά τράπουλας στα χέρια μου. Της έδωσα πίσω και ζήτησα την άδεια να ανοίξω το παράθυρο. Του ζήτησα συγγνώμη και συνεχίσαμε την κουβέντα με άλλα θέματα σαν να μην είχα δει ποτέ εκείνες τις φωτογραφίες.
Και στο θέμα των αυτοκτονιών, τα μάτια του γυαλίζουν, ιδίως όταν του λες: «μα δεν μπορεί, έτσι όπως τα λες κι εσύ κι η υπηρεσία σου, έχουμε περισσότερες αυτοκτονίες και από τη Σουηδία…». Είχαν ανακοινώσει ότι μέσα σε οκτώ χρόνια είχαν επέμβει σε περίπου 1.200 υποθέσεις απειλών για αυτοκτονία εκ των οποίων περισσότερες από 50 είχαν καταλήξει σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Κάτι που είχε προκαλέσει και πολλά αρνητικά σχόλια για υπερβολές από την πλευρά του Σφακιανάκη, για το λόγο ότι το θέμα της εφηβικής αυτοκτονίας «πουλάει». Και πώς απαντά σε αυτό; «Είναι το θέμα που δεν κάνω πίσω ό,τι κι αν λένε…» Καλά αυτή η απάντηση, αλλά πολύ γενική.
Σε κάποιο από τα στικάκια με τα παλιά ρεπορτάζ, βρήκα ένα κομμάτι του 2005 για την πρώτη αυτοκτονία μετά από παροχή πληροφοριών μέσω διαδικτύου. Ένας 18άχρονος, τότε, από τους Αμπελοκήπους, μιλούσε σε chat και ζητούσε πληροφορίες για να αυτοκτονήσει παριστάνοντας μια νεαρή γυναίκα – δημοσιογράφο που δούλευε για ένα περιοδικό. Ο 18άχρονος εμφανιζόταν με το ψευδώνυμο «Ντίνα» και ο άγνωστος με τον οποίον μιλούσε με το ψευδώνυμο «Βλέμμα».
Ο διάλογος αντιγράφηκε από τη δικογραφία:
Ν: Καμιά ιδέα;
Β: Θες κατευθείαν ή με καταπόνηση;
Ν: Εσύ τι λες;
Β: Εγώ θα το απολάμβανα, μια φορά πεθαίνεις…
Ν: Μπα, επιτόπου, αν γίνεται…
Β: Με σφαίρα, αν γίνεται..
Ν: Δεν υπάρχει πιστόλι…
Β: Κάρφωσε ένα μαχαίρι στο μηλίγγι σου δίπλα από το αυτί. Κόψε τη φτέρνα σου…
Ν: Σωστός, άλλο;
Β: Καρφώσου στην καρδιά με μια σούβλα, βάλε στο ποτό σου Λανέιτ, το πιο δυνατό δηλητήριο…
Ν: Ποιο; Για λέγε; Τέτοιο θέλω…
Β: Λανέιτ. Σε ένα λεπτό όλα σκοτεινιάζουν, και μέσα στο νοσοκομείο να είσαι δεν τη βγάζεις.
Ν: Ωραία, αλλά πού το βρίσκεις;
Β: Σε μαγαζί με γεωπονικά, θες όμως πολύ να αυτοκτονήσεις;
Ν: Θα σου εξηγήσω.
Β: Πες μου…
Ν: Κάνω ένα άρθρο για το περιοδικό (…….)
Β: Μπαίνεις στο μαγαζί και το ζητάς Λανέιτ…
Ν: Λανέιτ; Πού χρησιμοποιείται;
Β: Σκοτώνει τα σκουλήκια στα οπωροκηπευτικά.
Ν: Υγρό είναι;
Β: Το πίνεις και μετά θάνατος. Σίγουρα δεν είναι για σένα;
Ν: Βασικά και τα δύο. Αλλά τώρα είναι για το άρθρο, θα το δεις στο (…..) αυτού του μήνα.
Β: Έλα ρε, θέλει κότσια για ν’ αυτοκτονήσεις…
Ν:- Καλά.
Β : Τι καλά…
Ν: Άσ’ το.
Β: Πάντως, εγώ όταν θα το κάνω θα κάνω τσουλήθρα σε ξυραφάκι και μετά θα πέσω σε Λανέιτ.
Ν: Για σένα η πιο εύκολη αυτοκτονία ποια είναι;
Β: Μπορεί κάποιος να πιει τσικουδιά και δύο ασπιρίνες και να κάνει πολύ έντονο έρωτα. Λοιπόν το μαγαζί κλείνει. Με λένε Γιάννη, κινητό 6975…
Ν: See you, Ok.
B: Οk.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά ο Μανώλης Σφακιανάκης έχει πατήσει σε πολύ ευαίσθητες χορδές, όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα, αν κάποιες αποδειχτούν νάρκες με ισχυρότερες τις φιλοδοξίες του για το ύπατο αξίωμα της ΕΛ.ΑΣ., κάτι που δεν κρύβει ή τουλάχιστον δεν διαψεύδει, κανείς δεν ξέρει. Η αλήθεια είναι ότι στην παρούσα φάση γλίτωσε το σκόπελο. Κάτι ανάλογο είχε κυκλοφορήσει ότι θα γινόταν και το 2015. Είναι βέβαιον, οι άνθρωποι αλλάζουν. Και τα υπονοούμενα πληθαίνουν. Ακόμα και για κάποιες χορηγίες που έχει δεχθεί η υπηρεσία του από επιχειρηματίες. Χορηγίες που για να τις δεχθεί η οποιαδήποτε υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ. πρέπει να κατατεθεί αίτηση από τον ενδιαφερόμενο, να εγκριθούν από την ηγεσία και να βγει ανακοίνωση για την αποδοχή της.
Μετά από την τελευταία περιπέτειά του, ο Σφακιανάκης παραμένει διά της πλαγίας στην ίδια θέση. Και τίποτα δεν μπορεί να τον πείσει ότι η καταιγίδα πέρασε. Απεναντίας, μιλώντας κάποιος μαζί του έχει την αίσθηση ότι κάτι περιμένει να γίνει. Δεν λέει, όμως, και αυτό έχει κόστος, είτε από την πλευρά των υποστηρικτών του είτε από την πλευρά των εχθρών του…
*Κώστας Κυριακόπουλος, athensvoice.gr/ Εικονογράφηση: Hypokondriak
Ακόμα και τα δικαιώματα των κρατουμένων ήταν φύλλο και φτερό αφού για λόγους προβολής του αστυνομικού έργου ίσχυε η πρακτική των λεγόμενων «παρουσιάσεων». Σε μια δυο καρέκλες ο κρατούμενος ή οι κρατούμενοι, μπροστά τους οι δημοσιογράφοι με τα κασετοφωνάκια, τα μπλοκάκια, λίγο αργότερα φύτρωσαν και τα μπουκέτα με τα μικρόφωνα. Ερωτήσεις, άλλοτε πράγματι ευφάνταστες κι άλλοτε τύπου «μετανιώσατε» –αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα–, μετά ο λόγος στους διευθυντές και τους προϊσταμένους και το πανηγύρι έληγε κάπου εκεί.
Σε μία από αυτές τις «παρουσιάσεις» γνώρισα τον Μανώλη Σφακιανάκη. Αυτόν που τώρα πρωταγωνίστησε σε ακόμα ένα επεισόδιο του σίριαλ των κυβερνητικών χειρισμών σε θέματα που μόνο λίγοι φαίνεται να αντιλαμβάνονται την ανάγκη για ευαίσθητο χειρισμό τους, ακόμα και υπό τη λαϊκίστικη εκδοχή. Του ανθρώπου που φέρεται ως ο πιο αναγνωρίσιμος αστυνομικός της ΕΛ.ΑΣ. και μάλιστα σε ένα κοινό που όχι μόνο ποικίλλει αλλά αγγίζει όλες, μα όλες, τις φυλές των Ελλήνων. Από πιτσιρικάδες που κοκαλώνουν τους εγκεφάλους μπροστά στις οθόνες, μέχρι τους παππούδες που το πιο τεχνολογικά εξελιγμένο που έχουν κάνει είναι γράψουν σε χαρτάκι το PIN για την κάρτα και να περιμένουν τα παιδιά τους να βγάλουν τη σύνταξη από το ΑΤΜ. Γράφτηκαν πολλά αυτές τις μέρες. Και αγιογραφίες, λες και ο Σφακιανάκης είναι εκπρόσωπος του διαδικτυακού Θεού στη γη, αλλά και κακίες. Όπως γίνεται σχεδόν πάντα, δηλαδή…
Πίσω στις αρχές του ’90. Νεαρός αξιωματικός του τμήματος δίωξης οικονομικού εγκλήματος αυτός, νεαρός δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ της «Ελευθεροτυπίας» εγώ. Με αρκετά κιλά λιγότερα, κι οι δυο μας, με πιο ζωηρά βλέμματα και κινήσεις, ο Σφακιανάκης έστεκε όρθιος, μαζί με κάποιους άλλους αστυνομικούς, δίπλα στον τότε διοικητή Ασφαλείας, ο οποίος είχε καλέσει τους δημοσιογράφους για να παρουσιάσει την «εξάρθρωση» μια σπείρας που «είχε γεμίσει την αγορά με πλαστά πεντοχίλιαρα». Είπαμε, άλλες εποχές τότε. Ο τότε διοικητής, ένας παραδοσιακός μπάτσος με μουστάκι, βαριά προφορά και σταυρωτό μαύρο σακάκι και γραβάτα που έκανε πολλές προσπάθειες να παραμείνει χρωματικά σοβαρή, προσπαθούσε να πείσει ότι «όπως φαίνεται και από τα κατασχεμένα, η σπείρα εξαρθρώθηκε στο σύνολό της». Το βλέμμα του Σφακιανάκη έπαιξε κάπως μόλις το άκουσα και τα μάτια όλων έπεσαν στα «κατασχεμένα».
Ένα σύστημα υπολογιστή, μια οθόνη τεράστια, ένα κουτί σαν κομοδίνο, μια πλαστική σκάφη –κανείς δεν κατάλαβε τι ρόλο είχε–, ένας ογκώδης εκτυπωτής και κάτι φύλλα εκτυπώσεων. «Με όλα αυτά παρήγαγαν αντίγραφα χαρτονομισμάτων και είχαν γεμίσει την αγορά, ευτυχώς όμως συνελήφθησαν όλοι και κατασχέθηκε ολόκληρος ο εξοπλισμός» είπε ο διοικητής. Σήκωσα το χέρι για να κάνω ερώτηση, σχεδόν πιτσιρικάς, με μια καλή –για την εποχή– τριβή με τους υπολογιστές, με όρεξη να κάνω κι εγώ το κομμάτι μου: «Δεν τους έχετε πιάσει όλους, κ. διοικητά» είπα με ένα κάπως εξυπνακίστικο ύφος: «Με κάποιον τρόπο σκάναραν ή φωτογράφισαν τα πεντοχίλιαρα και τα πέρασαν στον υπολογιστή για να τα τυπώσουν, σας λείπουν κομμάτια…».
Ο διοικητής, όχι και τόσο ψύχραιμος, γύρισε προς την πλευρά του νεαρού Σφακιανάκη αναζητώντας με νεύματα μια κάποια υποστήριξη για να απαντήσει στον εξυπνάκια ρεπόρτερ. Και ο Σφακιανάκης, τότε, είπε χαμηλόφωνα, αν κατάλαβα καλά από το ύφος του: «Σας το είπα, κ. διοικητά, λείπουν ακόμα κάποια πράγματα…». Με κάποιον τρόπο που έμοιαζε με το γνωστό «οι έρευνες συνεχίζονται», ο διοικητής τα μπάλωσε.
Μόλις τέλειωσε η «παρουσίαση» ο Σφακιανάκης με πλησίασε και αφού μου είπε να περάσω από το γραφείο του για έναν καφέ μού έσφιξε το χέρι. Κάτι δεν ταίριαζε, όμως, με το κτίριο και το κλίμα, γενικώς. Δεν ήταν η κρύα και ψυχρή χειραψία του μπάτσου, σαν αυτή του ιατροδικαστή, άκαμπτη και παγωμένη σαν κατεψυγμένο ψάρι. Ούτε και εκείνο το είδος της γλοιώδους χειραψίας, ιδρωμένης, που σου κουνά το χέρι πάνω κάτω, δήθεν «χάρηκα πάρα μα πάρα μα πάρα πολύ». Ήταν κάτι πιο ευθύ, τίμιο και κυρίως πολύ δυνατό, σαν φιλική τανάλια που ήξερε μόνο έναν τρόπο να σφίγγει χέρια, όταν εκτιμούσε ότι ανήκαν σε άνθρωπο που μπορούσαν να μιλήσουν την ίδια γλώσσα και να συνεννοηθούν. Ήταν η εποχή που η ελληνική αστυνομία έπρεπε με κάθε τρόπο να ξεκολλήσει από όλα όσα ήξερε μέχρι τότε, με πρώτο δεδομένο ότι ένας καλός κλέφτης δεν χρειαζόταν μόνο μια αρμαθιά αντικλείδια αλλά και το password… Κι εκείνη την εποχή, ο νεαρός και φιλόδοξος –φαινόταν και αυτό στα μάτια του– αστυνομικός από την Κρήτη, είχε πιάσει μία από τις πρώτες θέσεις για να ανοίξει και να μπει στο μεγάλο παγκόσμιο δωμάτιο της αστυνομικής έρευνας. Έχοντας υιοθετήσει τη φράση του Μαρξ από τον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου»: «Θα υπήρχαν άραγε τόσο καλές κλειδαριές αν δεν υπήρχαν τόσο καλοί κλέφτες;».
Κανείς μας δεν ήταν σε θέση να πολυκαταλάβει τότε, τι ήταν αυτό που άνοιγε στο Internet και πού θα οδηγούσε, τι θα έφερνε στον πλανήτη, τι στην Ελλάδα. Τι σήμαινε δικτυωμένη κοινωνία, και τι σήμαινε έγκλημα σε αυτή την κοινωνία. Το μόνο που συμφωνούσαμε όλοι ήταν ότι επρόκειτο για κάτι καινούργιο και δεν έπρεπε να το αφήσουμε να μας προσπεράσει. Μόνο η διαίσθηση ήταν αυτή που μετρούσε. Και αυτό έκανε και ο Μανώλης Σφακιανάκης. Δεν ξέρω αν έχει διαβάσει ποτέ αυτό που είχε πει ο κοινωνιολόγος Ρόμπερτ Κ. Μέρτον, που από το 1950 είχε κωδικοποιήσει τους βασικούς τρόπους με τους οποίους οι «ομάδες αναφοράς» επηρεάζουν τα μέλη τους. Με συγκριτικές επιδράσεις, στο πώς δηλαδή ο άνθρωπος αξιολογεί τον εαυτό του. Με επιδράσεις επιρροής, πώς δηλαδή οι άλλοι υπαγορεύουν συμπεριφορές και στάσεις ή και τα δύο μαζί. Ό,τι και αν είχε διαβάσει μέχρι τότε, ο Σφακιανάκης και όλοι εμείς που τρέξαμε εκείνη την εποχή να προλάβουμε να ανέβουμε στο τρένο της πληροφορικής –ο καθένας για τους δικούς του λόγους– είχαμε σίγουρα καταλάβει ότι πλέον ο κόσμος δεν θα ήταν τόσο μικρός όσο πιστεύαμε. Αργότερα μάθαμε ότι αυτό λεγόταν «think forward»…
Το έχει αυτό o συγκεκριμένος αστυνομικός, όσο και αν διαφωνείς ή συμφωνείς μαζί του. Γιατί και αυτό το καταλαβαίνεις από το ύφος του, την ώρα που του μιλάς. Ακούει, σε κοιτάζει, δείχνει να σε προσέχει αλλά έχεις την αίσθηση ότι τα μάτια του κοιτάζουν και αλλού ταυτοχρόνως. Σαν να διαπερνούν το πρώτο είδωλο που είσαι εσύ και παράλληλα εστιάζουν πίσω από σένα σαν να αναζητούν σε τι θα μπορούσε να μεταμορφωθεί αυτό που του λες. Είναι ίδιον των ανθρώπων που δεν ευχαριστιούνται με αυτό που έχουν εκείνη την ώρα αλλά με αυτό που θα μπορούσαν να αποκτήσουν ή να δημιουργήσουν βάσει αυτού που τους λες. Ιδίως όταν δεν είσαι από εκείνους τους φλύαρους που προσπαθούν με γλωσσικά και υφολογικά νύχια και δόντια να αποδείξουν ότι ξέρουν χωρίς να ξέρουν, σαν καρικατούρες διανοούμενων σε καφενεία. Είναι ένα από τα μεγάλη άγχη του Σφακιανάκη αυτό, να μην εμπλέκεται σε κάτι που δεν γνωρίζει και αν είναι αναγκασμένος να το κάνει, φροντίζει πάντα να μαθαίνει καλά αυτό που του λες, ακόμα και αν δεν μπορεί να μπει στην ουσία για διάφορους λόγους, σε ακούει με προσοχή δείχνοντάς σου ότι του λες κάτι σημαντικό. Η επικοινωνία, άλλωστε, είναι κάτι που ανέκαθεν έπαιζε στα δάχτυλα, όχι με την υποκριτική εκδοχή αλλά υπό την εκδοχή του αναγκαίου εργαλείου για τη δουλειά του. Όλη αυτή η περιγραφή δεν αναφέρεται σε κάποια απογειωμένη, καβαλημένη προσωπικότητα που διαφημίζεται ως ιδιοφυΐα. Όχι, είναι χαρακτηριστικό κάθε ανθρώπου που δεν κρύβει τις φιλοδοξίες του να κυριαρχήσει σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα αλλά ξέρει και να προφυλάσσει τον εαυτό του από την υπερβολική έκθεση στη δημοσιότητα. Ενίοτε αποδεικνύοντας ότι είναι αναγκασμένος να το κάνει εντός ενός πολύ συγκεκριμένου συστήματος.
Το βιογραφικό του γνωστό πάνω κάτω, κάνει το γύρο του Internet, που λέει και το κλισέ. Γεννήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1963 στο χωριό Σπηλιά Κισσάμου στα Χανιά της Κρήτης. Γιος παπά, του πατέρα Ευάγγελου, που τον έχασε πριν από τρία χρόνια, και της πρεσβυτέρας Μαρίας. Ο πατέρας του ήταν ένα από πιο δραστήριους ανθρώπους της εκκλησίας στην Κρήτη. Είχε φτιάξει τουλάχιστον 15 εκκλησίες, ξενώνες απόρων, είχε ανακαινίσει ερημοκλήσια ξεχασμένα από τον Θεό, είχε μια πλούσια προσφορά στην τοπική κοινωνία αλλά και προσωπική ξεχωριστή σχέση με τη φύση. Ο Μανώλης έχει άλλα δύο αδέρφια, την Ολυμπία και τον Μιχάλη. Τέλειωσε το σχολείο στα Χανιά και αμέσως μετά άρχισε να σπουδάζει Ανάλυση και Προγραμματισμό Ηλεκτρονικών Υπολογιστών στην Αθήνα. Το 1982 μπήκε στη Σχολή Ενωμοταρχών και το 1986 στην Σχολή Υπαστυνόμων. Έκλεισε τα τριάντα στην αστυνομία και τα περισσότερα από τα μισά ασχολείται με τα ηλεκτρονικά εγκλήματα. Δεν πήγε, όμως, ουρανοκατέβατος εκεί. Υπηρέτησε αρχικά στη Ρόδο όπου ασχολήθηκε με το αστυνομικό πεζοδρόμιο, ναρκωτικά, διαρρήξεις, αρχαιοκαπηλίες, ληστείες και άλλα ταπεινά, μπροστά στα κυβερνοεγκλήματα. Κάποια στιγμή μετατέθηκε στη Χαλκιδική. Αργότερα υπηρέτησε και στη θέση του διοικητή Ασφαλείας στο τμήμα του Κολωνακίου, μέχρι να αρχίσει να φουντώνει το μικρόβιο με τους υπολογιστές.
Το βιογραφικό του αναφέρει: «Εκπαιδεύτηκε στο Λονδίνο στο έγκλημα που αφορά το πλαστικό χρήμα (plastic crime) και στο FΒΙ σε θέματα σχετικά με την τρομοκρατία στο Διαδίκτυο (cyber terrorism). Από το 1995 έως το 2011 υπηρέτησε στη Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής και στο Τμήμα Οικονομικών Εγκλημάτων, υπεύθυνος για τη Δίωξη του Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Από το 2011 υπηρετεί στην Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος και είναι επικεφαλής της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Έχει χειριστεί χιλιάδες υποθέσεις που αφορούν το κυβερνοέγκλημα. Έχει λάβει πολλές τιμητικές διακρίσεις, μεταξύ άλλων, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την προσφορά του, από τον υπουργό Παιδείας για αποτροπή ανήλικου μαθητή από αυτοκτονία, από τον υπουργό Οικονομικών ως ένας από τους καλυτέρους μάνατζερ στο δημόσιο τομέα, από το FΒΙ δυο φορές για την προσφορά του στη διερεύνηση-εξιχνίαση κυβερνοεγκλημάτων που αφορούσαν παιδική πορνογραφία, από το Χαμόγελο του Παιδιού για την πάταξη του φαινομένου της παιδικής πορνογραφίας, από την Επιστημονική Ένωση Δικηγόρων e-Themis κ.λπ. Είναι επίσης καθηγητής στην Αστυνομική Ακαδημία».
Πού χρωστάει, όμως αυτή τη δημοφιλία του ο Μ. Σφακιανάκης; Ο Ν. Τόσκας, ο υπουργός Άμυνας που είχε φωτογραφηθεί μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του με κολλημένο post-it με το password «ipourgos1234», τον έκρινε από το βήμα της Βουλής: «Κάνει δημόσιες σχέσεις». Κάποιοι είπαν ότι καλά τα είπε ο υπουργός ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ως στρατιωτικός δεν έχει διπλωματικούς τρόπους για να εκφράσει αυτό που θέλει. Πολλά τα σενάρια. Θεωρείται βέβαιον ότι ο Μανώλης Σφακιανάκης δεν είναι ο μέσος όρος του Έλληνα αστυνομικού. Πολλοί είναι οι υψηλόβαθμοι συνάδελφοί του που δεν είχαν την ίδια εξέλιξη με αυτόν. Κάποιοι πράγματι δεν είχαν τις ικανότητες, κάποιοι τις είχαν αλλά δεν κατορθώθηκε να τις δείξουν και να πείσουν την όποια ηγεσία, κάποιοι εξαιρετικά ικανοί έπεσαν θύματα της άκρατης κομματικοποίησης της ΕΛ.ΑΣ., ένα εποχικό φαινόμενο – κάθε Φεβρουάριο και Μάρτιο που εξελίσσονται οι ετήσιες κρίσεις. Κάποιοι, που βρέθηκαν στα σπίτια τους με πλούσιο έργο πίσω τους, είναι τρανταχτά παραδείγματα αδικίας ή άλλων μυστηριωδών τακτικισμών και σπέκουλας, που δεν είναι χαρακτηριστικό συγκεκριμένου πολιτικού χώρου στην Ελλάδα. Είναι αλήθεια, όμως, ότι ο Μαν. Σφακιανάκης έχει επιζήσει και έχει εξελιχθεί υπηρεσιακά με όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών. Χρόνια κατά τα οποία κατέχει υψηλό βαθμό. Για τα δεδομένα της ΕΛ.ΑΣ. αυτό είναι το αξιοπερίεργο. Ο ίδιος το αποδίδει στα… στατιστικά του. Όσο, φυσικά, παίζουν ρόλο στο είδος της χώρας όπου ζούμε. Τι έλεγε αυτές τις μέρες σε φίλους και γνωστούς;
-Έχουμε σώσει περισσότερα από 640 παιδιά από αυτοκτονίες, όπως τουλάχιστον ανέφεραν στις αναρτήσεις τους. Μαζί με τους ενήλικους ξεπερνούν τις 1.200 οι περιπτώσεις αναφορών ή υπονοούμενων για αυτοκτονίες στις οποίες έχουμε επέμβει σε συνεργασία με άλλους φορείς και ειδικούς επιστήμονες.
-Έχω κάνει περισσότερες από 12.000 επιτυχημένες έρευνες στο διαδίκτυο για διάφορα κυβερνοεγκλήματα. Πιστωτικές κάρτες, διακίνηση υλικού παιδικής πορνογραφίας, αναβολικά, παράνομες συναλλαγές, σπασίματα λογαριασμών, bullying, κατασκοπεία, παραβίαση εμπορικού απορρήτου, πνευματικά δικαιώματα και δεκάδες άλλα.
-Έχω εμπλακεί και έχω βοηθήσει σε όλες τις μεγάλες υποθέσεις που έχουν απασχολήσει την ελληνική πολιτεία και δικαιοσύνη τα τελευταία χρόνια.
-Έχω λίστα με περισσότερους από 1.000 παιδόφιλους στην Ελλάδα και όχι μόνο.
Είναι αλήθεια ότι όποια πέτρα της βαριάς ειδησεογραφίας των τελευταίων ετών και αν σηκώσεις, όλο και κάποια ίχνη έχει αφήσει η υπηρεσία του Σφακιανάκη. Άλλοτε καθοριστικά και άλλοτε βοηθητικά. Στην υπόθεση της αυτοκτονίας του Τσαλικίδη (Vodafone – σκάνδαλο υποκλοπών). Στην υπόθεση Siemens (αρχεία Χριστοφοράκου). Μεγάλες υποθέσεις φοροδιαφυγής. Λίστα Λαγκάρντ, στικάκι Παπακωνσταντίνου. Στις υποθέσεις παιδοφιλίας που έχουν πάει και στη Βουλή και προκάλεσαν υπουργική πρωτοβουλία από τον τότε υπουργό Παιδείας Αν. Λοβέρδο. Στην υπόθεση με τις καταγγελίες Χαϊκάλη κατά την οποία μετά από την αστυνομική έρευνα αποκαλύφθηκε ότι οι καταγγελίες του ηθοποιού ήταν… αέρας κοπανιστός. Η εμπλοκή της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος στην υπόθεση λέγεται ότι έκανε τον Πάνο Καμμένο έξαλλο με τον Μαν. Σφακιανάκη. Η κόντρα έμεινε σε χαμηλούς τόνους και κάποιες πληροφορίες λένε ότι οι σχέσεις των δύο, τυπικά τουλάχιστον, αποκαταστάθηκαν. Κάποιοι συνδυάζουν, πάντως, την υπόθεση Χαϊκάλη με την τωρινή προσπάθεια να φύγει από τη θέση του ο Μ. Σφακιανάκης.
Έχει εμπλακεί και σε πολλές άλλες υποθέσεις, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον αλλά «πιασάρικες» και αμφιλεγόμενες για τα ελληνικά media. Παστίτσιος, Indymedia. Η τελευταία ήταν η σύλληψη ενός χρήστη του Facebook που φερόταν να προσέβαλλε τους νεκρούς κατά την πρόσφατη πτώση του ελικοπτέρου. Και πολλά πολλά άλλα. Και επειδή σκοπός μας δεν είναι να φτιάξουμε λίστα με τις επιτυχίες του Μαν. Σφακιανάκη αλλά να δούμε κάποιες πτυχές του τρόπου δουλειάς του, ας σταθούμε λίγο σε δύο βασικές δραστηριότητες της καριέρας του τόσο ευαίσθητες αλλά και ικανές να στοιχειοθετήσουν επικρίσεις εις βάρος του για υπερβολές και υπερπροβολή στα media. Τη σύλληψη χρηστών του διαδικτύου για διακίνηση υλικού παιδικής πορνογραφίας και παιδοφιλία καθώς και τις παρεμβάσεις της υπηρεσίας του σε περιπτώσεις «ηλεκτρονικών» υπονοιών για αυτοκτονία.
Πρέπει να έχουν περάσει τουλάχιστον δέκα-δώδεκα χρόνια από τότε. Στο email είχε φτάσει ακόμα ένα δελτίο τύπου για σύλληψη ενός ανθρώπου για διακίνηση υλικού παιδικής πορνογραφίας. Του τηλεφώνησα. «Ρε συ Μάνο, μήπως είσαι λίγο υπερβολικός; Για δύο φωτογραφίες; Αφού ξέρεις πόσο εύκολο είναι να βρεθούν στον υπολογιστή του οποιουδήποτε για πλάκα…» Δεν μίλησε. «Που είσαι;» με ρώτησε. «Στην εφημερίδα» απάντησα. «Δεν περνάς μια βόλτα από εδώ…» είπε. «Γιατί;» ρώτησα. «Έλα και θα σου πω…». Πήγα, όχι με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σκεφτόμουν ότι απλώς θα ήθελε να μου θυμίσει όσα είχαμε πει εκατοντάδες φορές. Τα αυτονόητα.
«Κάτσε…» μου είπε δείχνοντάς μου μια καρέκλα απέναντί του. «Επιμένεις σε αυτά που μου είπες στο τηλέφωνο;» «Ναι, επιμένω, μη γίνεσαι υπερβολικός». Αντί να μου απαντήσει, σηκώθηκε από το γραφείο του, κλείδωσε την πόρτα και ξανακάθισε. Άνοιξε ένα συρτάρι και τράβηξε έξω ένα φάκελο. «Δες και πες μου…» Άνοιξα το φάκελο και τράβηξα τις εκτυπωμένες φωτογραφίες. «Αυτές βρήκαμε στον υπολογιστή του παιδόφιλου». Τις πέρασα μια γρήγορη, σαν χαρτιά τράπουλας στα χέρια μου. Της έδωσα πίσω και ζήτησα την άδεια να ανοίξω το παράθυρο. Του ζήτησα συγγνώμη και συνεχίσαμε την κουβέντα με άλλα θέματα σαν να μην είχα δει ποτέ εκείνες τις φωτογραφίες.
Και στο θέμα των αυτοκτονιών, τα μάτια του γυαλίζουν, ιδίως όταν του λες: «μα δεν μπορεί, έτσι όπως τα λες κι εσύ κι η υπηρεσία σου, έχουμε περισσότερες αυτοκτονίες και από τη Σουηδία…». Είχαν ανακοινώσει ότι μέσα σε οκτώ χρόνια είχαν επέμβει σε περίπου 1.200 υποθέσεις απειλών για αυτοκτονία εκ των οποίων περισσότερες από 50 είχαν καταλήξει σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Κάτι που είχε προκαλέσει και πολλά αρνητικά σχόλια για υπερβολές από την πλευρά του Σφακιανάκη, για το λόγο ότι το θέμα της εφηβικής αυτοκτονίας «πουλάει». Και πώς απαντά σε αυτό; «Είναι το θέμα που δεν κάνω πίσω ό,τι κι αν λένε…» Καλά αυτή η απάντηση, αλλά πολύ γενική.
Σε κάποιο από τα στικάκια με τα παλιά ρεπορτάζ, βρήκα ένα κομμάτι του 2005 για την πρώτη αυτοκτονία μετά από παροχή πληροφοριών μέσω διαδικτύου. Ένας 18άχρονος, τότε, από τους Αμπελοκήπους, μιλούσε σε chat και ζητούσε πληροφορίες για να αυτοκτονήσει παριστάνοντας μια νεαρή γυναίκα – δημοσιογράφο που δούλευε για ένα περιοδικό. Ο 18άχρονος εμφανιζόταν με το ψευδώνυμο «Ντίνα» και ο άγνωστος με τον οποίον μιλούσε με το ψευδώνυμο «Βλέμμα».
Ο διάλογος αντιγράφηκε από τη δικογραφία:
Ν: Καμιά ιδέα;
Β: Θες κατευθείαν ή με καταπόνηση;
Ν: Εσύ τι λες;
Β: Εγώ θα το απολάμβανα, μια φορά πεθαίνεις…
Ν: Μπα, επιτόπου, αν γίνεται…
Β: Με σφαίρα, αν γίνεται..
Ν: Δεν υπάρχει πιστόλι…
Β: Κάρφωσε ένα μαχαίρι στο μηλίγγι σου δίπλα από το αυτί. Κόψε τη φτέρνα σου…
Ν: Σωστός, άλλο;
Β: Καρφώσου στην καρδιά με μια σούβλα, βάλε στο ποτό σου Λανέιτ, το πιο δυνατό δηλητήριο…
Ν: Ποιο; Για λέγε; Τέτοιο θέλω…
Β: Λανέιτ. Σε ένα λεπτό όλα σκοτεινιάζουν, και μέσα στο νοσοκομείο να είσαι δεν τη βγάζεις.
Ν: Ωραία, αλλά πού το βρίσκεις;
Β: Σε μαγαζί με γεωπονικά, θες όμως πολύ να αυτοκτονήσεις;
Ν: Θα σου εξηγήσω.
Β: Πες μου…
Ν: Κάνω ένα άρθρο για το περιοδικό (…….)
Β: Μπαίνεις στο μαγαζί και το ζητάς Λανέιτ…
Ν: Λανέιτ; Πού χρησιμοποιείται;
Β: Σκοτώνει τα σκουλήκια στα οπωροκηπευτικά.
Ν: Υγρό είναι;
Β: Το πίνεις και μετά θάνατος. Σίγουρα δεν είναι για σένα;
Ν: Βασικά και τα δύο. Αλλά τώρα είναι για το άρθρο, θα το δεις στο (…..) αυτού του μήνα.
Β: Έλα ρε, θέλει κότσια για ν’ αυτοκτονήσεις…
Ν:- Καλά.
Β : Τι καλά…
Ν: Άσ’ το.
Β: Πάντως, εγώ όταν θα το κάνω θα κάνω τσουλήθρα σε ξυραφάκι και μετά θα πέσω σε Λανέιτ.
Ν: Για σένα η πιο εύκολη αυτοκτονία ποια είναι;
Β: Μπορεί κάποιος να πιει τσικουδιά και δύο ασπιρίνες και να κάνει πολύ έντονο έρωτα. Λοιπόν το μαγαζί κλείνει. Με λένε Γιάννη, κινητό 6975…
Ν: See you, Ok.
B: Οk.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά ο Μανώλης Σφακιανάκης έχει πατήσει σε πολύ ευαίσθητες χορδές, όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα, αν κάποιες αποδειχτούν νάρκες με ισχυρότερες τις φιλοδοξίες του για το ύπατο αξίωμα της ΕΛ.ΑΣ., κάτι που δεν κρύβει ή τουλάχιστον δεν διαψεύδει, κανείς δεν ξέρει. Η αλήθεια είναι ότι στην παρούσα φάση γλίτωσε το σκόπελο. Κάτι ανάλογο είχε κυκλοφορήσει ότι θα γινόταν και το 2015. Είναι βέβαιον, οι άνθρωποι αλλάζουν. Και τα υπονοούμενα πληθαίνουν. Ακόμα και για κάποιες χορηγίες που έχει δεχθεί η υπηρεσία του από επιχειρηματίες. Χορηγίες που για να τις δεχθεί η οποιαδήποτε υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ. πρέπει να κατατεθεί αίτηση από τον ενδιαφερόμενο, να εγκριθούν από την ηγεσία και να βγει ανακοίνωση για την αποδοχή της.
Μετά από την τελευταία περιπέτειά του, ο Σφακιανάκης παραμένει διά της πλαγίας στην ίδια θέση. Και τίποτα δεν μπορεί να τον πείσει ότι η καταιγίδα πέρασε. Απεναντίας, μιλώντας κάποιος μαζί του έχει την αίσθηση ότι κάτι περιμένει να γίνει. Δεν λέει, όμως, και αυτό έχει κόστος, είτε από την πλευρά των υποστηρικτών του είτε από την πλευρά των εχθρών του…
*Κώστας Κυριακόπουλος, athensvoice.gr/ Εικονογράφηση: Hypokondriak
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου