Ένα κλασσικό παράδειγμα επαγγελματία... εθελοντή πυροσβέστη είναι αυτό του κ. Μάκη Τσιουγκρή, Προέδρου της Πανελλήνιας Ένωσης Εθελοντών Πυροσβεστικού Σώματος και εθελοντή Πυρονόμου. Οι ώρες που περνά μαζί με τους επαγγελματίες «συναδέλφους» του είναι πολύ περισσότερες από αυτές που προβλέπει ο νόμος για τους εθελοντές και η αγάπη του για τον θεσμό είναι έκδηλη καθ’ όλη την διάρκεια της συζήτησής μας, σαν να πρόκειται για ένα κανονικό επάγγελμα το οποίο εκτελεί με μεράκι.
Αφορμή για να γίνει εθελοντής πυροσβέστης στάθηκαν οι σεισμοί του 1999 στην Αθήνα, όταν διαπίστωσε ότι ο κρατικός μηχανισμός δεν επαρκεί πάντα για τέτοιου μεγέθους καταστροφές. «Πρέπει ο ίδιος ο άνθρωπος να ευαισθητοποιηθεί και να ενεργοποιηθεί απέναντι σε τέτοια φαινόμενα», αναφέρει.
Σε περίπτωση πυρκαγιάς οι εθελοντές επιχειρούν μαζί με τους επαγγελματίες. Δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός. «Αν αντιληφθούμε πυρκαγιά , δρούμε άμεσα για να την αναστείλουμε, πάντα σε συντονισμό με το Κέντρο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας», λέει. Το έργο του εθελοντή πυροσβέστη δεν περιορίζεται, όμως, μόνο στις βασικές πυρκαγιές. Επεμβαίνουν σε τροχαία, απεγκλωβισμούς από ανελκυστήρες και φλεγόμενα κτίρια, αστικές πυρκαγιές, πλημμύρες και σεισμούς και αυτές τους οι δράσεις είναι που τους διαφοροποιούν από τους Εθελοντές Πολιτικής Προστασίας.
Οι Εθελοντές Πολιτικής Προστασίας αποτελούναι από έλληνες και αλλοδαπούς πολίτες οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε διαφόρους τομείς δράσης, αλλά κατά τον κ. Τσιουγκρή, η δραστηριοποίηση τους αυτή γίνεται με λάθος τρόπο, αφού δεν υπάρχει μηχανισμός που να τους ελέγχει. «Διοχετεύονται εκατομμύρια ευρώ στην Πολιτική Προστασία, αλλά το αποτέλεσμα είναι μηδαμινό», αναφέρει τονίζοντας πως δεν θέλει να μειώσει το έργο που πραγματοποιείται στον συγκεκριμένο θεσμό.
Αυτό που τον «τράβηξε» στη συγκεκριμένη "ασχολία" είναι η αναβάθμιση του θεσμού στα οργανωμένα κράτη. «Κανένα κράτος δεν μπορεί, όσο σύγχρονο κι αν είναι, να ανταπεξέλθει σε συμβάντα μεγάλου μεγέθους», διαπιστώνει και φέρνει ως παράδειγμα τις πυρκαγιές του 2007. «Εκείνο τον καιρό οι πολίτες φώναζαν δικαιολογημένα για την ανεπάρκεια των Πυροσβεστών, ενίοτε τους απαξίωναν κιόλας. Δεν έφταιγαν όμως οι Πυροσβέστες, ήταν τόσα πολλά τα μέτωπα εκείνες τις μέρες που τους ήταν αδύνατο να επέμβουν σε όλα», συμπληρώνει.
Η έλλειψη αυτή στο προσωπικό, οφείλεται όπως αναφέρει ο κ. Τσιουγκρής στην διασπορά των επαγγελματιών σε πυροσβεστικές υπηρεσίες εκτός Αθηνών, όπου ενίοτε το προσωπικό είναι υπεράριθμο, την ίδια στιγμή όπου οι Πυροσβέστες στην Αθήνα αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες. «Δεν παίρνουν καν τα προβλεπόμενα ρεπό τους, υπάρχουν συνέχεια συμβάντα και το καλοκαίρι η ανάγκη για επέμβαση αυξάνεται κατακόρυφα», λέει σχετικά.
Τα περιστατικά τα οποία έχει βιώσει είναι πολυάριθμα, μιας και ο σταθμός όπου υπηρετεί είναι ένας από τους πιο δύσκολους, η ηθική ικανοποίηση όμως τον ανταμείβει, όπως λέει. «Μου έχει τύχει να απεγκλωβίσω σε σοβαρό τροχαίο νεαρά παιδιά και τότε αντιλαμβάνομαι πόσο εύκολο είναι το πέρασμα από την ζωή στο θάνατο. Πόσο σημαντική είναι η άμεση επέμβαση της Πυροσβεστικής εκείνη την ώρα». Σε αρκετά περιστατικά, μάλιστα, υπήρξαν και θάνατοι, ακόμα και την ώρα του απεγκλωβισμού. «Δεν μπορείς να κάνεις κάτι παραπάνω εκείνη την στιγμή».
Τον ρώτησα για τον τρόπο αντιμετώπισης των πυρκαγιών. Την εκπαίδευση που περνάνε οι Πυροσβέστες, αλλά και την ψυχολογία του Πυροσβέστη απέναντι στην πύρινη λαίλαπα. «Η κάθε φωτιά έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Σε γενικό πλαίσιο έχει μεγάλη σημασία ο εξοπλισμός, αλλά και η εκπαίδευση που λαμβάνεις». Εκπαίδευση η οποία όμως προς το παρόν δεν είναι επαρκής, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τα διεθνή πρότυπα. Μελλοντικά πιθανότατα να αλλάξει, αλλά ένα από τα κυριότερα μειονεκτήματα είναι ότι πραγματοποιείται μέσα στον σταθμό. «Όποιος θέλει να μάθει, θα βρει τον παλιό Πυροσβέστη. Με το πέρασμα του χρόνου και με την τριβή θα γίνει πιο σοφός και πιο δυνατός», λέει τονίζοντας την σημασία της εμπειρίας σε ένα τέτοιο επάγγελμα.
«Θέλει μόνο μεράκι. Ειδικά για τους εθελοντές είναι ένα extreme sport. Δεν είναι κάτι απλό, δεν είναι εύκολο να μπεις σε ένα φλεγόμενο κτίριο και να πρέπει να βρεις ζωντανά άτομα και να τα σώσεις. Πρέπει να είσαι σε ψυχική ηρεμία για να καταφέρεις να τα φέρεις εις πέρας». Και σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή ο εθελοντής δεν διαφοροποιείται από τον επαγγελματία, αλλά δουλεύουν μαζί σε πλήρη αρμονία. Υπάρχει ένα «δέσιμο» μεταξύ τους, μια αρμονική συνεργασία, η οποία όπως διαπιστώνει ο κ. Τσιουγκρής δεν υπήρχε παλαιότερα. «Όταν παρουσιάστηκα το 1999, τους ήταν αδιανόητο για έναν άνθρωπο να κάνει βάρδια χωρίς να πληρώνεται», θυμάται.
Τώρα βέβαια τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, αλλά ακόμα η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας πάνω στον θεσμό του εθελοντή βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο. «Ο θεσμός πρέπει να καλλιεργείται στην νεολαία από μικρή ηλικία, όπως γίνεται και στο εξωτερικό. Εκεί είναι τιμή για κάποιον να είναι πυροσβέστης», υποστηρίζει ο κ. Τσιουγκρής.
Ο νόμος επίσης δίνει την δυνατότητα σε ένα 20% των εθελοντών να γίνουν επαγγελματίες, αρκεί κάτι τέτοιο να γίνεται αξιοκρατικά. Αξιοκρατία όμως, δυστυχώς, δεν υπάρχει στους διαγωνισμούς και σύμφωνα με τον κ. Τσιουγκρή οι δύο τελευταίοι βασίστηκαν σε προσωπικές συνεντεύξεις – με ό, τι αυτές συνεπάγονται.
Για το μέλλον του θεσμού πάντως, εμφανίζεται αισιόδοξος, λέγοντας πως ο θεσμός θα αναβαθμιστεί ακόμα περισσότερο. «Έχουμε φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο και δεν έχουμε άλλα περιθώρια», λέει χαρακτηριστικά. «Ο Έλληνας Πυροσβέστης αγωνίζεται με το φιλότιμο και την αγάπη του για το επάγγελμα. Τους ζω κάθε μέρα. Δεν φαντάζεσαι πόσο δύσκολο είναι για αυτούς να ανταπεξέλθουν ύστερα από 24 ώρες συνεχούς μάχης με την φωτιά, ειδικά το καλοκαίρι», συμπληρώνει, τονίζοντας ξανά την σημασία της ύπαρξης των εθελοντών.
«Ο αρχηγός της Πυροσβεστικής, ο κ. Στεφανίδης, μας στηρίζει απόλυτα και έχουμε την στήριξη και του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Πιστεύω ότι θα πάμε καλά. Θα φτιάξουμε μια δυνατή πυροπροστασία για την Ελλάδα».
Το καλοκαίρι πλησιάζει. Ας ελπίσουμε φέτος, οι ελπίδες του κ. Τσιουγκρή να πραγματοποιηθούν.
Αφορμή για να γίνει εθελοντής πυροσβέστης στάθηκαν οι σεισμοί του 1999 στην Αθήνα, όταν διαπίστωσε ότι ο κρατικός μηχανισμός δεν επαρκεί πάντα για τέτοιου μεγέθους καταστροφές. «Πρέπει ο ίδιος ο άνθρωπος να ευαισθητοποιηθεί και να ενεργοποιηθεί απέναντι σε τέτοια φαινόμενα», αναφέρει.
Ο νόμος προβλέπει εκπαίδευση 75 ωρών σε αντικείμενο που έχει να κάνει με την πυρόσβεση και την διάσωση και από εκεί και πέρα ο κάθε εθελοντής έχει το δικαίωμα, παράλληλα με τα τέσσερα- υποχρεωτικά από τον νόμο -οχτάωρα τον μήνα, να εκπαιδεύεται ταυτόχρονα μαζί με τους επαγγελματίες πυροσβέστες. Δικαίωμα που ο κύριος Τσιουγκρής έχει εκμεταλλευτεί στο έπακρο, μιας και όπως διαπιστώνει «Υπάρχουν εθελοντικά πυροσβεστικά κλιμάκια του σώματος που έχουν αυξημένες ανάγκες, όπως αυτό στην Πεντέλη, όπου εκεί τα παιδιά κάνουν πολλές περισσότερες βάρδιες μηνιαίως». Άλλωστε πρόκειται για μια υπηρεσία που «δουλεύει» 365 μέρες τον χρόνο, όλο το 24ωρο.
Σε περίπτωση πυρκαγιάς οι εθελοντές επιχειρούν μαζί με τους επαγγελματίες. Δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός. «Αν αντιληφθούμε πυρκαγιά , δρούμε άμεσα για να την αναστείλουμε, πάντα σε συντονισμό με το Κέντρο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας», λέει. Το έργο του εθελοντή πυροσβέστη δεν περιορίζεται, όμως, μόνο στις βασικές πυρκαγιές. Επεμβαίνουν σε τροχαία, απεγκλωβισμούς από ανελκυστήρες και φλεγόμενα κτίρια, αστικές πυρκαγιές, πλημμύρες και σεισμούς και αυτές τους οι δράσεις είναι που τους διαφοροποιούν από τους Εθελοντές Πολιτικής Προστασίας.
Οι Εθελοντές Πολιτικής Προστασίας αποτελούναι από έλληνες και αλλοδαπούς πολίτες οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε διαφόρους τομείς δράσης, αλλά κατά τον κ. Τσιουγκρή, η δραστηριοποίηση τους αυτή γίνεται με λάθος τρόπο, αφού δεν υπάρχει μηχανισμός που να τους ελέγχει. «Διοχετεύονται εκατομμύρια ευρώ στην Πολιτική Προστασία, αλλά το αποτέλεσμα είναι μηδαμινό», αναφέρει τονίζοντας πως δεν θέλει να μειώσει το έργο που πραγματοποιείται στον συγκεκριμένο θεσμό.
Αυτό που τον «τράβηξε» στη συγκεκριμένη "ασχολία" είναι η αναβάθμιση του θεσμού στα οργανωμένα κράτη. «Κανένα κράτος δεν μπορεί, όσο σύγχρονο κι αν είναι, να ανταπεξέλθει σε συμβάντα μεγάλου μεγέθους», διαπιστώνει και φέρνει ως παράδειγμα τις πυρκαγιές του 2007. «Εκείνο τον καιρό οι πολίτες φώναζαν δικαιολογημένα για την ανεπάρκεια των Πυροσβεστών, ενίοτε τους απαξίωναν κιόλας. Δεν έφταιγαν όμως οι Πυροσβέστες, ήταν τόσα πολλά τα μέτωπα εκείνες τις μέρες που τους ήταν αδύνατο να επέμβουν σε όλα», συμπληρώνει.
Και σε αυτό ακριβώς το σημείο εστιάζει η σημασία του εθελοντικού θεσμού. «Είναι σημαντικό σε κάθε πόλη, σε κάθε χωριό να υπάρχει ένα εθελοντικό πυροσβεστικό κλιμάκιο. Το 2007 θα ήταν σημαντική η βοήθεια αν υπήρχαν και εθελοντές πυροσβέστες στις συγκεκριμένες περιοχές», λέει και διαπιστώνει ότι και στον επαγγελματικό τομέα χρειάζονται προσλήψεις, της τάξης των τεσσάρων χιλιάδων ατόμων.
Η έλλειψη αυτή στο προσωπικό, οφείλεται όπως αναφέρει ο κ. Τσιουγκρής στην διασπορά των επαγγελματιών σε πυροσβεστικές υπηρεσίες εκτός Αθηνών, όπου ενίοτε το προσωπικό είναι υπεράριθμο, την ίδια στιγμή όπου οι Πυροσβέστες στην Αθήνα αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες. «Δεν παίρνουν καν τα προβλεπόμενα ρεπό τους, υπάρχουν συνέχεια συμβάντα και το καλοκαίρι η ανάγκη για επέμβαση αυξάνεται κατακόρυφα», λέει σχετικά.
Τα περιστατικά τα οποία έχει βιώσει είναι πολυάριθμα, μιας και ο σταθμός όπου υπηρετεί είναι ένας από τους πιο δύσκολους, η ηθική ικανοποίηση όμως τον ανταμείβει, όπως λέει. «Μου έχει τύχει να απεγκλωβίσω σε σοβαρό τροχαίο νεαρά παιδιά και τότε αντιλαμβάνομαι πόσο εύκολο είναι το πέρασμα από την ζωή στο θάνατο. Πόσο σημαντική είναι η άμεση επέμβαση της Πυροσβεστικής εκείνη την ώρα». Σε αρκετά περιστατικά, μάλιστα, υπήρξαν και θάνατοι, ακόμα και την ώρα του απεγκλωβισμού. «Δεν μπορείς να κάνεις κάτι παραπάνω εκείνη την στιγμή».
Τον ρώτησα για τον τρόπο αντιμετώπισης των πυρκαγιών. Την εκπαίδευση που περνάνε οι Πυροσβέστες, αλλά και την ψυχολογία του Πυροσβέστη απέναντι στην πύρινη λαίλαπα. «Η κάθε φωτιά έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Σε γενικό πλαίσιο έχει μεγάλη σημασία ο εξοπλισμός, αλλά και η εκπαίδευση που λαμβάνεις». Εκπαίδευση η οποία όμως προς το παρόν δεν είναι επαρκής, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τα διεθνή πρότυπα. Μελλοντικά πιθανότατα να αλλάξει, αλλά ένα από τα κυριότερα μειονεκτήματα είναι ότι πραγματοποιείται μέσα στον σταθμό. «Όποιος θέλει να μάθει, θα βρει τον παλιό Πυροσβέστη. Με το πέρασμα του χρόνου και με την τριβή θα γίνει πιο σοφός και πιο δυνατός», λέει τονίζοντας την σημασία της εμπειρίας σε ένα τέτοιο επάγγελμα.
«Θέλει μόνο μεράκι. Ειδικά για τους εθελοντές είναι ένα extreme sport. Δεν είναι κάτι απλό, δεν είναι εύκολο να μπεις σε ένα φλεγόμενο κτίριο και να πρέπει να βρεις ζωντανά άτομα και να τα σώσεις. Πρέπει να είσαι σε ψυχική ηρεμία για να καταφέρεις να τα φέρεις εις πέρας». Και σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή ο εθελοντής δεν διαφοροποιείται από τον επαγγελματία, αλλά δουλεύουν μαζί σε πλήρη αρμονία. Υπάρχει ένα «δέσιμο» μεταξύ τους, μια αρμονική συνεργασία, η οποία όπως διαπιστώνει ο κ. Τσιουγκρής δεν υπήρχε παλαιότερα. «Όταν παρουσιάστηκα το 1999, τους ήταν αδιανόητο για έναν άνθρωπο να κάνει βάρδια χωρίς να πληρώνεται», θυμάται.
Τώρα βέβαια τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, αλλά ακόμα η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας πάνω στον θεσμό του εθελοντή βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο. «Ο θεσμός πρέπει να καλλιεργείται στην νεολαία από μικρή ηλικία, όπως γίνεται και στο εξωτερικό. Εκεί είναι τιμή για κάποιον να είναι πυροσβέστης», υποστηρίζει ο κ. Τσιουγκρής.
Ο νόμος επίσης δίνει την δυνατότητα σε ένα 20% των εθελοντών να γίνουν επαγγελματίες, αρκεί κάτι τέτοιο να γίνεται αξιοκρατικά. Αξιοκρατία όμως, δυστυχώς, δεν υπάρχει στους διαγωνισμούς και σύμφωνα με τον κ. Τσιουγκρή οι δύο τελευταίοι βασίστηκαν σε προσωπικές συνεντεύξεις – με ό, τι αυτές συνεπάγονται.
Για το μέλλον του θεσμού πάντως, εμφανίζεται αισιόδοξος, λέγοντας πως ο θεσμός θα αναβαθμιστεί ακόμα περισσότερο. «Έχουμε φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο και δεν έχουμε άλλα περιθώρια», λέει χαρακτηριστικά. «Ο Έλληνας Πυροσβέστης αγωνίζεται με το φιλότιμο και την αγάπη του για το επάγγελμα. Τους ζω κάθε μέρα. Δεν φαντάζεσαι πόσο δύσκολο είναι για αυτούς να ανταπεξέλθουν ύστερα από 24 ώρες συνεχούς μάχης με την φωτιά, ειδικά το καλοκαίρι», συμπληρώνει, τονίζοντας ξανά την σημασία της ύπαρξης των εθελοντών.
«Ο αρχηγός της Πυροσβεστικής, ο κ. Στεφανίδης, μας στηρίζει απόλυτα και έχουμε την στήριξη και του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Πιστεύω ότι θα πάμε καλά. Θα φτιάξουμε μια δυνατή πυροπροστασία για την Ελλάδα».
Το καλοκαίρι πλησιάζει. Ας ελπίσουμε φέτος, οι ελπίδες του κ. Τσιουγκρή να πραγματοποιηθούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου